Ο Θέμος Αναστασιάδης έφυγε από τη ζωή στα 61 του χρόνια και ο Λάκης Λαζόπουλος τον αποχαιρετά με ένα κείμενο που ανάρτησε στο altsantiri.gr. Μέσα από το κείμενο αυτό, αποκαλύπτει και ένα άγνωστο παρασκήνιο…
«Τον Θέμο Αναστασιάδη άρχισα να τον διαβάζω στην «Ελευθεροτυπία», στη «Μαύρη Τρύπα». Ήταν τότε η περίοδος που έκανα τους «10 μικρούς Μήτσους».
Η τρομερά ιδιαίτερη γραφή του μου γράπωσε το μυαλό. Ήξερε να τακτοποιεί τις λέξεις με έναν τρόπο που αποκτούσε σημασία το νόημα μέσα σου. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που ξεχώρισε. Τα περισσότερα γραπτά θαρρείς και κουβαλούν μαζί τους τον θάνατο στη μνήμη μας. Τα δικά του γραφούμενα έμεναν. Δεν είχε τύχει να τον γνωρίσω τότε.
Η δεύτερη συνάντηση μας ήταν και πάλι εξ αποστάσεως. Περνούσα μία από τις έντονες περιόδους δημοσιογραφικής επίθεσης στο πρόσωπο μου. Δεν έχει σημασία πια, ούτε ποια. Και κατά την προσφιλή μου μέθοδο δεν έβλεπα, δεν άκουγα, δεν διάβαζα τίποτα. Κοιτούσα αδιάφορος από το τζάμι, περιμένοντας να περάσει η μπόρα.
Ένας φίλος μου με πήρε τηλέφωνο και μου λέει «άνοιξε τώρα την τηλεόραση ν’ ακούσεις πώς περιγράφει την ιστορία ο Θέμος». Άνοιξα. Τον είδα να περιγράφει την ιστορία με τον δικό του τρόπο και παρότι ήταν ιδιαίτερα οξύς και σκληρός στην περιγραφή του γεγονότος που με αφορούσε, ο τρόπος που το περιέγραφε με έκανε να κατουρηθώ στο γέλιο.
Ένιωθα και εγώ ότι γελούσα με έναν άλλον που δεν ήμουνα εγώ, με έβγαλε από το σώμα μου και το μυαλό μου. Δεν με ένοιαζε που και η δική του πληροφόρηση ήταν βασισμένη σε ανακριβή γεγονότα, άλλωστε η φαντασία πουλάει περισσότερο από την πραγματικότητα, με ένοιαζε που μπορούσα να γελάω με μένα τον ίδιο.
Νομίζω ότι από τότε με κέρδισε. Έτσι τον ξεχώρισα για τα καλά. Ύστερα εκείνος βρέθηκε σε μια δύσκολη στιγμή της πορείας του, εγώ του στάθηκα, χωρίς ποτέ να μου ζητήσει κάτι ο ίδιος, ανταποδίδοντας έτσι τη χαρά που είχα πάρει τότε. Αναπτύξαμε φιλικές σχέσεις, πήγαινα πάντα στις εκπομπές του και στα δημοσιογραφικά καλέσματα της εφημερίδας του, βρισκόμασταν στην Πάρο στις λιγοστές βόλτες του, συναντούσα πιο πολύ τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Την τελευταία φορά βρέθηκα καλεσμένος στην εκπομπή του και όταν τελειώσαμε, έβγαλε τα μικρόφωνα από πάνω του, βγάλαμε τα τηλέφωνα έξω από το μικρό καμαρίνι του και μου μίλησε πολύ προσωπικά. Δεν χωράνε αυτά τα λόγια σε αυτή τη στιγμή. Κρατώ μόνο την εικόνα ενός τρομακτικά πιεσμένου ανθρώπου που το μυαλό του είχε σχεδόν πηδήξει έξω απ’ το κεφάλι του. Εκείνη η κουβέντα μας έφερε πολύ κοντά.
Μια στιγμή μπορεί να αιχμαλωτίσει χρόνια. Ο Θέμος ήξερε να γράφει, ήταν δημιουργικός, ευφάνταστος και σκληρός με τον ίδιο του τον εαυτό. Όσοι ξεχωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, αναλόγως των απόψεών τους λησμονούν ότι υπάρχει ένας φωτεινός δρόμος πάνω απ’ τα στενοσόκακα αυτά του νου.
Ο Δρόμος του χιούμορ.
Σ’ αυτόν τον δρόμο εγώ συναντήθηκα με τον Θέμο και περπατήσαμε μαζί και παράλληλα.
Σ’ αυτόν τον δρόμο, τον ίδιο, στέκομαι και τώρα και τον αποχαιρετώ κλείνοντας του το μάτι.
Καλό ταξίδι Θέμο».