Zappit

Θανάσης Βέγγος: Η άγνωστη ιστορία από τον Παπατρέχα – Οι τελευταίες του κουβέντες πριν περάσει από τη τζαμαρία

«Ο Θανάσης Βέγγος ήταν κάθετος στις ιδέες του και στον τρόπο που ήθελε να γυρίζει πλέον ο ίδιος τις ταινίες του».

Στο περιοδικό ΟΚ δημοσιεύτηκαν απίθανες ιστορίες από το νέο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα, «Τα backstage του ελληνικού σινεμά» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγκυρα. Μία από αυτές έχει να κάνει με τις δύο σκηνές που γύρισε ο Θανάσης Βέγγος στην ταινία «Ο Παπατρέχας», στη μία που πέρασε μέσα από τη τζαμαρία και στην άλλη που κρεμάστηκε από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας.

«Εν έτει 1965 ο Θανάσης Βέγγος αποφάσισε να στήσει τη δική του κινηματογραφική εταιρεία και να γυρίζει πλέον τις δικές του ταινίες, έτσι όπως ο ίδιος είχε οραματιστεί. Η μεγάλη επιτυχία της πρώτης του παραγωγής, που δεν ήταν άλλη από τον θρυλικό «Πράκτορα Θου-Βου», του έδωσε τη δυνατότητα να ξεκινήσει την προετοιμασία της δεύτερης, του επίσης θρυλικού «Παπατρέχα». Μια ταινία με έναν Βέγγο στα μεγάλα του κέφια.

Είχε προγραμματίσει να βγει στις αίθουσες μέσα στο 1966 μόνο με μία ταινία, που έπρεπε νε είναι καλοκουρδισμένη και καλογυρισμένη. Φροντισμένη απ’ όλες τις απόψεις. Κι ο Θανάσης, τελειομανής καθώς ήταν, δεν δίστασε –ως γνωστόν– να κάνει υπερβάσεις σε θέματα παραγωγής αλλά και οικονομικών απαιτήσεων των συνεργατών του.

Τα πρώτα προβλήματα είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται στον ορίζοντα, αφού οι άνθρωποι που χειρίζονταν τις οικονομικές του συναλλαγές τού έπαιζαν ένα παιχνίδι απίστευτα ανέντιμο και δόλιο, στηριζόμενοι στην άγνοια του παραγωγού για τη σωστή οικονομική διαχείριση της εταιρείας του. Τα πρώτα γραμμάτια άρχισαν να διαμαρτύρονται. Ο Θανάσης Βέγγος, όμως, δεν πτοήθηκε.

Ξεκίνησε το γύρισμα του «Παπατρέχα» με όλη τη διάθεση να φτιάξει μια ταινία που να τον εκπροσωπεί και να ξοδέψει αφειδώς όσα χρήματα κι αν χρειαστούν, αφού το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το άψογο αποτέλεσμα, αδιαφορώντας για τα οικονομικά βάρη που άρχισαν ήδη να βαραίνουν τις πλάτες του. Σκηνοθέτης ο Ερρίκος Θαλασσινός, σενάριο ο Ναπολέων Ελευθερίου, διεύθυνση φωτογραφίας ο Παύλος Φιλίππου και χορογραφίες ο Φώτης Μεταξόπουλος.

Σε όλες του τις ταινίες συνήθιζε να κάνει απίστευτες υπερβάσεις και ριψοκίνδυνα γυρίσματα. Στον «Παπατρέχα» όμως ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, αφού αποφάσισε να περάσει ακόμη και μέσα από μια αληθινή τζαμαρία. «Όχι, Θανάση» του είπε ο Θαλασσινός. «Θα περάσω, Ερρίκο» του απάντησε. «Όχι, Θανάση, με τίποτα! Το τζάμι είναι τέσσερα χιλιοστά». «Πάει, τελείωσε, θα περάσω! Μόνο αν συμβεί τίποτε, να πεις στη γυναίκα μου, τη Μίνα, πόσο πολύ την αγαπάω». Και πέρασε και επέζησε. Ήξερε πως αν περνούσε με ταχύτητα, δεν ήταν πολύ επικίνδυνο. Βέβαια τον πήγαν μετά το γύρισμα κατευθείαν στο νοσοκομείο για να του βγάλουν από το κεφάλι κάποια μικροθραύσματα που τον είχαν τραυματίσει.

Στην ίδια ταινία συνέβη επίσης ένα ακόμα επικίνδυνο και άκρως τραγελαφικό περιστατικό. Ο Θανάσης (Πολύδωρας) κατά το σενάριο είχε παντρέψει και τις πέντε αδελφές του και έμενε η έκτη. Όμως η θεία (Ταϋγέτη) ήταν κι αυτή ανύπαντρη και ήθελε κι εκείνη να αποκατασταθεί. Την έπιασε λοιπόν μια κρίση και έτρεξε στην ταράτσα για να πέσει να σκοτωθεί από την απελπισία της.

Την ακολούθησε ο Θανάσης και, στην προσπάθειά του να την αποτρέψει, γλίστρησε από τον πέμπτο όροφο και κρεμάστηκε με ένα σχοινί στο κενό. Ο Θανάσης Βέγγος δεν δέχτηκε να αντικατασταθεί από κασκαντέρ. Ήθελε εκείνος να γυρίσει τη σκηνή για να είναι αληθινή. Ούτε σωστικά συνεργεία ούτε καν δίχτυ προστασίας στο έδαφος. Καθώς ήταν κρεμασμένος, άνοιξε ξαφνικά μια μπαλκονόπορτα και εμφανίστηκε ο Γιαλούρης, ο πιστός συνεργάτης των γενικών καθηκόντων του, και του είπε:

«Κύριε Βέγγο, να σας πω κάτι που το θεωρώ απαραίτητο να σας το πω;».

«Τι είναι;».

«Διαμαρτυρήθηκε το πρώτο γραμμάτιο της Κόντακ».

«Μα τώρα μου το λες, χριστιανέ μου; Κρεμασμένος στο κενό;».

Ο ίδιος είχε πει: «Δεν είχε διαμαρτυρηθεί μόνο το γραμμάτιο της Κόντακ, που χωρίς φιλμ πώς να γυρίσω ταινία; Είχε διαμαρτυρηθεί κι ο διαχειριστής που είχε έρθει για έκτη φορά να πάρει τα κοινόχρηστα». Ο «Παπατρέχας» σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ξεπερνώντας τα 420.000 εισιτήρια στην πρώτη του προβολή. Ωστόσο τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας ολοένα και γιγαντώνονταν. Τα γυρίσματα των ταινιών κόστιζαν υπέρογκα ποσά στην εταιρεία, αφού ο Θανάσης επέμενε η κάθε σκηνή να γυρίζεται δέκα ή και είκοσι φορές για να είναι όσο πιο άψογη γινόταν. Μάταια ο Θαλασσινός επέμενε πως περνούσε. «Δεν μου αρκεί απλά να περνά, Ερρίκο μου. Θέλω να ξεσηκώνει!» έλεγε.

Ήταν κάθετος στις ιδέες του και στον τρόπο που ήθελε να γυρίζει πλέον ο ίδιος τις ταινίες του. Δεν το έκανε μόνο για βιοπορισμό, αλλά περισσότερο για τη χαρά της δημιουργίας και την αγάπη του για το σινεμά. Τα έξοδά του ήταν τεράστια, αφού συντηρούσε ένα στούντιο, γραφεία, υπαλλήλους, αλλά όλα αυτά τα έβαζε σε δεύτερο πλάνο μπροστά στη δημιουργία για καλό κινηματογράφο. Χωρίς προχειρότητες, κακά σενάρια, δυσαρεστημένους ηθοποιούς και εκμετάλλευση από τρίτους του ονόματός του, αλλά και του κόπου του. Κάτι που τελικά δεν μπόρεσε να αποφύγει αφού οι επιτήδειοι έπεσαν από δίπλα του για να εκμεταλλευτούν πράγματα και καταστάσεις.

Πράγματι, το φιλμ σημείωσε μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο εισπρακτική, αλλά και καλλιτεχνική. Αξίζει να σημειωθεί πως στη συγκεκριμένη ταινία κάνουν την παρθενική τους εμφάνιση στο πανί δίπλα στον «κοσμαγάπητο πατέρα τους» και οι δύο γιοι του Θανάση, ο Βασίλης και ο Χάρης. Ο Βασίλης ήδη 7 χρόνων και ο Χάρης μόλις λίγων μηνών.