«Θα ήθελα η κηδεία μου να είναι διασκεδαστική, αντί για γαρύφαλλα να μου πετάνε…»
«Επίσης δεν θέλω να με θάψουν με κοστούμι. Θέλω να φοράω τζιν κι ένα μπλουζάκι που να γράφει “τα λέμε σύντομα”».
Στο Down Town Κύπρου έδωσε συνέντευξη ο Λούης Πατσαλίδης, ο… βασιλιάς της βραδινής ζώνης της κυπριακής τηλεόρασης, όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούν, και τον οποίο έχουν τιμήσει δεκάδες Έλληνες καλλιτέχνες με την παρουσία τους στο «Λούης Night Show». Ο παρουσιαστής, μάλιστα, γνωστός για το χιούμορ του, ανέφερε και πώς θα ήθελε να είναι η… κηδεία του.
Κάνεις συχνά χιούμορ με δύσκολες καταστάσεις που βιώνεις;
Ακατάχνωτα! Δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω αλλιώς! Στις κηδείες δε, το παθαίνω συχνά.
Θα το ‘λεγες και για τη δική σου κηδεία αυτό;
Μα, το χιούμορ ξεκινά πρώτα από μένα τον ίδιο.
Περιέγραψε μου, λοιπόν, πώς φαντάζεσαι τη δική σου κηδεία…
Α, η κηδεία μου θα ‘θελα να είναι fan, να ‘ναι διασκεδαστική! Ο κόσμος με συνδύασε με το χιούμορ, με το γέλιο, οπότε δεν θα μπορούσα στην κηδεία μου να είναι όλοι μαυροφορεμένοι, να μοιρολογούν και να κλαίνε. Αντί για γαρύφαλλα, θα ήθελα να μου ρίχνουν donuts! Ή να χτυπούν τους σκάμνους σε ρυθμό ζεϊμπέκικο. Και να ‘ρθει η φίλη μου, η Αντιγόνη η Τασουρή, για να τους χορογραφήσει!
Πάρτι η κηδεία σου!
Εμ, πώς; Επίσης δεν θέλω να με θάψουν με κοστούμι!
Αλλά; Γυμνό;
Φαντάστηκες; Όχι, όχι. Θα ‘θελα να φοράω ένα τζιν και ένα μπλουζάκι από πάνω που να γράφει: «See you soon!».
Ότι γελάμε με την κηδεία σου…
Μα, μου αρέσει το black χιούμορ! Και, γενικότερα, προσωποποιώ πράγματα και τα περνάω με τέτοιο τρόπο στον κόσμο που να γίνονται αστεία. Αρχίζοντας πρώτα από εμένα τον ίδιο.
Φοβάσαι τον θάνατο – μια και το ‘φερε η κουβέντα;
Τον σκέφτομαι. Αλλά λέω πως θέλω να ζήσω, για να προλάβω να κάνω και να δω συγκεκριμένα πράγματα: Τα μωρά μου να μεγαλώνουν, να είναι ευτυχισμένα, να κάνουν αυτό που θέλουν. Δεν θα ήθελα να πεθάνω νέος. Από την άλλη, δεν μπορώ και να το αποφύγω – ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο στη ζωή… Έχω, βέβαια, στο μυαλό μου τη μάμα μου καθώς σου τα λέω αυτά, την εικόνα της, το πώς αντιμετώπιζε την ασθένειά της η ίδια – όλα γίνονταν μέσα από το χιούμορ, μέσα από πλάκα, δεν την είδα ποτέ να κλάψει -ακόμη και στις χημειοθεραπείες της- δεν την είδα ποτέ να είναι μίζερη.