Συνέντευξη στο περιοδικό DownTown Κύπρου και τον δημοσιογράφο Γιάννη Χατζηγεωργίου παραχώρησε ο Ανδρέας Γεωργίου, αναφερόμενος στην πρεμιέρα της νέας του σειράς με τίτλο «Famagusta» και τις παιδικές αναμνήσεις που έχει ο ίδιος από τα Κατεχόμενα.
«Φοιτούσα στο Γυμνάσιο Παραλιμνίου. Από την τάξη μου έβλεπα κάθε μέρα απέναντι την Αμμόχωστο. Θυμάμαι ότι από μωρό ακόμη σκεφτόμουν: «Πώς γίνεται μία ολόκληρη πόλη να είναι κλειστή;». Η πόλη ήταν απέναντί μας, πολύ κοντά μας, ήθελα να πάω αλλά δεν μπορούσα. Μεγάλωσα με την εικόνα της Αμμοχώστου να στέκεται «νεκρή», στο βάθος. Μια πόλη που περιμένει», αφηγείται ο Ανδρέας Γεωργίου.
«Ο παππούς μου κατάγεται από την Έγκωμη Αμμοχώστου, έχασε τους γονείς του όσο ήταν μικρός και πήγαινε κάθε πρωί από το χωριό του μέχρι την Αμμόχωστο, οπότε άκουσα πολλές ιστορίες και από τον ίδιο για την πόλη και τους ανθρώπους της – με αυτά μεγάλωσα.
Η ευρύτερη οικογένειά μου είναι πρόσφυγες, έχουν χάσει τα σπίτια τους, τη γη τους, έχω συγγενείς αγνοούμενους, οπότε το θέμα «Αμμόχωστος» δεν μου είναι «ξένο», δεν είναι ένα φανταστικό θέμα με το οποίο αποφάσισα ξαφνικά να καταπιαστώ· είναι ένα θέμα που είναι μέσα στην ψυχή μου, και με αφορά άμεσα», συμπληρώνει ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Από το 2003 που άνοιξαν τα οδοφράγματα, δεν επισκέφθηκες ποτέ τα κατεχόμενα;
«Έχω 15 περίπου χρόνια να πάω στα κατεχόμενα. Πήγα, στις αρχές, μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα, με την γιαγιά μου και τον παππού μου, επειδή ήθελαν να δουν το σπίτι τους, τα χωριά τους, να προσκυνήσουν στον Απόστολο Ανδρέα, να δουν την Κερύνεια. Η γιαγιά μου κατάγεται από το χωριό Ταύρου, κι όταν πήγαμε το χωριό της ήταν σαν ερημωμένο – αν και υπήρχαν έποικοι που κατοικούσαν σε κάποια ετοιμόρροπα σπίτια, χωρίς πόρτες θυμάμαι, με κάποιες κουρτίνες ως εξώπορτες», απαντά ο Ανδρέας Γεωργίου στον Γιάννη Χατζηγεωργίου.
«Το σπίτι της γιαγιάς μου είχε κατεδαφιστεί, ήταν ένα ερείπιο. Ήταν μια έντονα συναισθηματική στιγμή αυτή, και για μένα, γιατί εκείνο το σπίτι ήταν το σπίτι στο οποίο και η ίδια είχε μεγαλώσει με την δική της γιαγιά. Όπως κι εγώ, αντίστοιχα.
Ήμασταν σε ένα χώρο στον οποίο εκείνη είχε βιώματα από την δική της γιαγιά και εγώ ήμουν δίπλα από την δική μου γιαγιά. Αυτό με κλόνισε! Μετά πήγαμε στον Απόστολο Ανδρέα να προσκυνήσουμε, γιατί όλοι μας -και ο παππούς μου και η γιαγιά μου και εγώ-, έχουμε το όνομά Του. Και εκεί ζήσαμε πολύ συγκινητικές στιγμές», διηγείται αμέσως μετά.
«Ήμουν μαζί με τους ανθρώπους μου, με τους ανθρώπους που με έμαθαν να εκτιμώ και τα παπούτσια που φορώ, που με κράτησαν στη γη, που με μεγάλωσαν με αγάπη, σε κάτι πολύ πολύτιμο για εκείνους… Ήμουν μαζί τους στους τόπους που και εκείνοι αναγιώθηκαν. Είναι παράξενο το συναίσθημα.
Όμως, από την άλλη, δεν τα έβαλα με έναν ολόκληρο λαό, επειδή εγώ βίωνα τα αποτελέσματα της εισβολής. Και το ερώτημά μου, σε όλη τη διάρκεια αυτής της διαδρομής ήταν: «Τι κρίμα! Γιατί να μην μπορούμε να συνυπάρχουμε όλοι μαζί;». Είμαι ένας άνθρωπος που είχα ζήσει στο Λονδίνο, που έχω αδελφικούς φίλους Τουρκοκύπριους, και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς δεν καταφέραμε να συμβιώσουμε ειρηνικά επάνω σε αυτό τον τόπο», καταλήγει ο Ανδρέας Γεωργίου.