«Πηγαίναμε και βλέπαμε τον πατέρα μου στο μπουντρούμι! Κλαίγαμε όλοι μας…»
Πασίγνωστος Έλληνας ηθοποιός μιλάει για την περίοδο της χούντας.
Ο Γιάννης Μποσταντζόγλου έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα Espresso και τη Μαρία Ανδρέου και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην περίοδο της δικτατορίας, όπου είχαν φυλακίσει τον πατέρα του.
Ποιοι έρχονταν στο σπίτι σας;
Ολος ο κόσμος των γραμμάτων και των τεχνών και πολλοί τραγουδιστές που ήθελαν στίχους του. Το να βλέπω τον Μίκη Θεοδωράκη στο σαλόνι μας, τον Σταύρο Ξαρχάκο στην αυλή μας, τον Μενέλαο Λουντέμη ή τον Κάρολο Κουν στην κουζίνα μας μου φαινόταν φυσιολογικό. Ο πατέρας βίωνε αυτές τις σχέσεις, εμείς απλά ακούγαμε. Σήμερα το να φτάσεις να γνωρίσεις μια μεγάλη προσωπικότητα είναι κατάκτηση. Για μας ήταν μια καθημερινότητα εξ αντανακλάσεως. Θυμάμαι τον Κώστα Καζάκο και τα καλαμπούρια του, το γέλιο του. Ο πατέρας, ακόμη και στη χούντα, παρόλο που εργαζόταν σε αριστερά έντυπα, δεν κυνηγήθηκε κτηνωδώς, γιατί ήταν παραδόξως αποδεκτός από όλους. Δηλαδή δεν βασανίστηκε, δεν πήγε εξορία. Ωστόσο, μας παρακολουθούσαν. Οταν κηρύχθηκε η δικτατορία, ο πατέρας μου κρύφτηκε. Πήρε ένα πρωινό τηλεφώνημα από τον Μίκη, που του είπε «Μέντη, τανκς στην Αθήνα» και μετά μας χαιρέτησε.
Τον έπιασαν;
Εμεινε για λίγο στο διαμέρισμα του αδελφού της μητέρας μου, που ήταν πιο αστός, αλλά τον γράπωσαν. Πηγαίναμε και τον βλέπαμε στο τμήμα, σε ένα μπουντρούμι, ένας ευγενικός, ήπιος άνθρωπος. Κλαίγαμε όλοι μας, άσχημες εποχές. Αφού μετά, όταν ήρθε η Δεξιά, με έστελνε να πάρω εφημερίδα από το περίπτερο και μου έλεγε «να τη διπλώνεις καλά, να την κρύβεις, να μην ξέρουν». Μετά άνοιξε ένα μαγαζί δώρων στην Ομήρου, μετά στο Κολωνάκι, το οποίο για να το κρατήσει έφτυσε αίμα. Αγοράσαμε κι ένα σπίτι τότε στην Ακρόπολη. «Το πατρικό», που λέω εγώ, στο οποίο μένω κάποιες φορές όταν εργάζομαι στο κέντρο. Η μεγάλη τρέλα μου είναι να κυκλοφορώ με το μηχανάκι μου στο κέντρο.