Ο Πάνος Σταθακόπουλος εξομολογείται σε συνέντευξή του στην Ρενέ Σαραντινού και στο περιοδικό Λοιπόν πως γνωρίζει ήδη το χώρο που θα ταφεί και εξηγεί τις κουβέντες που έχει κάνει με τους κολλητούς του γύρω από το θάνατο.
Τι απεύχεσαι στη ζωή σου; «Δεν θέλω να έρθει στη ζωή μου η ανημποριά. Είμαι από φτωχή οικογένεια, έχω μεγαλώσει φτωχικά, αλλά με πολλή αγάπη. Δεν με φοβίζει καθόλου η φτώχεια, ξέρω να την αντιμετωπίσω, μπορώ να ζήσω με ψωμί κι ελιά. Ούτε ο θάνατος με φοβίζει, καθόλου. Στο χωριό μου υπάρχει ο οικογενειακός τάφος και… περιμένει, δεν με φοβίζει να το λέω. Λέμε, για πλάκα με τους φίλους: «Τραβήξτε τα καλώδια, βγάλτε τα σωληνάκια», αλλά μιλάμε επί της ουσίας, να μην υποφέρουμε, δεν αντέχεται αυτό. Δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρείσαι και να ταλαιπωρείς και τους άλλους γύρω σου».
Είσαι υπέρ της ευθανασίας; «Έχω μεγαλώσει 5 χρόνια σε ιερατική σχολή, πιστεύω, δεν είμαι τόσο υπέρ του να βάζουμε εμείς τέλος στη ζωή μας, αλλά, αν σου λένε ότι δεν υπάρχει «γυρισμός», από το να υποφέρω ένα χρονικό διάστημα, που δεν είναι ζωή, δεν υπάρχει ποιότητα, δεν βρίσκω το λόγο»
Θα πεις στους φίλους σου να τραβήξουν την πρίζα, να σε αποσυνδέσουν; «Ναι, βέβαια, να τραβήξουν το καλώδιο της πρίζας από τη μηχανική υποστήριξη, δεν βρίσκω το λόγο… Αν έχω τη δυνατότητα, θα τα τραβήξω μόνος μου. Είναι ωραίο να βλέπεις τα αγαπημένα σου πρόσωπα δίπλα σου, αλλά όταν πονάς, τα βλέπεις και καταλαβαίνεις τον πόνο τους. Ότι κι αυτοί υποφέρουν που σε βλέπουν έτσι και υποκρίνονται ότι δεν τρέχει τίποτα κι όλα θα πάνε καλά. Κι εσύ τους δίνεις κουράγιο για να μη στεναχωριούνται κι αυτοί σε σένα… Άρα, παίζουμε θέατρο, κοροϊδευόμαστε».
Θα μπορούσες να το κάνεις να σταματήσεις τη μηχανική υποστήριξη για κάποιο φίλο σου; «Όχι είναι πολύ δύσκολο, το ξέρω, να έχεις την ενοχή, την ευθύνη, ότι εσύ το τράβηξες και του αφαίρεσες τη ζωή. Δεν το έχω λύσει αυτό ακόμα, έχω το «ΟΚ» από τους φίλους μου, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσα. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου, έχουμε καθίσει κάτω και λέμε τι θέλει ο καθένας για το θάνατο του, πως τον θέλει.
Εσύ τι έχει πει για το θάνατο σου στους φίλους σου; «Ότι θέλω να με «πάνε» στο χωριό μου και να μην πέσει χώμα επάνω μου, θέλω να είναι καθαρό το τσιμέντο, η πλακά που θα με «σκεπάσει». Δεν θέλω αυτό το χώμα… Άκουγα από μικρός στο χωριό τον ήχο με το φτυάρι και το χώμα που έπεφτε πάνω στο φέρετρο, δεν ξέρω γιατί… θέλω την…καθαριότητα, θα το τακτοποιήσω κι αυτό για να γίνει, να το έχω έτοιμο. θα μου πεις… Από τώρα; Ποτέ δεν ξέρεις πότε έρχεται, ας είναι από τώρα. Με ηρεμεί, με γαληνεύει το ότι ξέρω πού θα «είμαι», πού θα «μπω»
Με ποιον τρόπο θα το τακτοποιήσεις; «Κάνοντας τον τάφο μου. Ξέρω ποιος θα είναι ο χώρος της ταφής μου, στο χωριό, ο καθένας το ξέρει, κι έχει το χώρο του, υπάρχουν οικογενειακοί τάφοι. Υπάρχει χώρος που τον έχουμε φτιάξει με τσιμεντάκι γύρω γύρω κι εκεί δίπλα θέλω να κάνω τον τάφο»
Ακούγεται μακάβριο να θέλεις να φτιάξεις τον τάφο σου.«Καθόλου. Δεν το έχω μόνο εγώ, το έχουν πολλοί στο χωριό. Κάποιος δώρισε εκεί το χώρο και τρέξανε να φτιάξουν τάφους. Μέσα σ’ ένα εξάμηνο νόμιζες ότι το μισό χωριό, έχει «φύγει». Ήταν κενοτάφια, τα φτιάχνουν για να υπάρχουν. Όταν ήμουν στην Τήνο και πήγαινα σε διάφορα μοναστήρια, έβλεπα τους τάφους που είναι δίπλα στα κελιά, έχω μια εξοικείωση με αυτό, δεν με τρομάζει. Έχω κάνει τη διαθήκη μου».