Η Τζένη Καρέζη αγαπούσε το σπίτι που είχε φτιάξει σχεδόν με τα χέρια της στο Πήλιο. Τους τελευταίους μήνες τις ζωής της ήθελε να πάει στο καταφύγιο της, όμως δεν τα κατάφερε. Η Χρυσούλα Μύττη λέει στο Down Town και τον Πάνο Ζόγκα:
«Την άνοιξη του ’92, όταν πια οι γιατροί δεν έδιναν καμία ελπίδα, ήθελε να κάνει ένα ταξίδι στο εξοχικό της. Νομίζω ότι πίστευε πως εκεί όλα θ’ αλλάξουν. Ήταν το ορμητήριό της. Έλεγε πως αξιοπρέπεια σημαίνει να αποδέχεσαι ότι δεν είσαι τόσο δυνατός όσο νομίζεις, να αφήνεσαι. Και η Τζένη ήταν τόσο δυνατή ώστε να αφεθεί». Τελικά, δεν κατάφερε να κάνει αυτό το ταξίδι. Οι γιατροί της δίνουν εξιτήριο και πηγαίνει στο σπίτι της στα Ιλίσια. Εκεί είναι μια άλλη Τζένη.
Η συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη θα πει: «Δέκα μέρες πριν τον θάνατό της, είχα πάει σπίτι της. Άρρωστη πολύ, μου είχε πει πως ίσως και να ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Καθόταν στην πολυθρόνα της ντυμένη σαν έφηβη, με αθλητικά παπούτσια. Πρώτη φορά την έβλεπα με αυτά τα παπούτσια. Κάπνιζε ασταμάτητα. Με απελπισία, θυμό για την αδικία, αλλά και με μικρή ελπίδα. Αυτή την εικόνα νομίζω θα κρατήσω μέσα μου. Αυτή περισσότερο από την άλλη, της ηθοποιού που λαμποκοπούσε πάνω στη σκηνή, που θαύμαζε και αγαπούσε ο κόσμος και οι φίλοι της».
Η Τζένη Καρέζη θα πει σε δημοσιογράφο που της ζητάει συνέντευξη: «Όλα φεύγουν, όλα απομακρύνονται και δεν ξέρεις πού πηγαίνουν. Τίποτα δεν σε συντροφεύει, καμιά επιτυχία, καμιά Επίδαυρος, κανένας «σπουδαίος ηθοποιός», κανένα χειροκρότημα τη δύσκολη ώρα».