Κάθε φορά που ανεβαίνει στο stage και τραγουδά το «Έμεινα εδώ», το «Σμαράγδια και ρουμπίνια» και το «Καραβάνι», νιώθεις πως κάνεις εξομολόγηση περασμένες δώδεκα. Λίγοι έχουν τραγουδήσει τον έρωτα όπως εκείνος. Στα 54 του ο Στέλιος Ρόκκος δηλώνει «ένας παραμυθάς που του αρέσει να βάζει μουσική στις ιστορίες του».
Διαβάστε ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη που παραχώρησε στη Φανή Πλατσατούρα και φιλοξενείται στο περιοδικό People που κυκλοφορεί με τον Έθνος της Κυριακής.
Πράγματι, είσαι από τους συνεντευξιαζόμενους που δεν τους ρωτάς τι τρέλες έχουν κάνει στη ζωή τους αλλά αν έχουν κάνει κάτι που να θεωρείται νορμάλ.
Zoύσα στα κόκκινα! Ακόμα ζω στα κόκκινα, βασικά! Απλώς φροντίζω πλέον να υπάρχουν λίγα και καλά πράγματα στην καθημερινότητά μου. Το ένα είναι η μουσική και το άλλο η ζωή στη Λήμνο, όπου έχω κάποιες μεγάλες μου αγάπες εκεί. Από τους παιδικούς μου φίλους και την ομορφιά του νησιού μέχρι το ότι μυρίζω ακόμη τη μάνα μου που ζει στο διπλανό χωριό. Έχω και το φουσκωτό, που, όταν μου τη δώσει, το παίρνω και πάω για ψάρεμα. Αλλά και το εργαστήρι που φτιάχνω διάφορες ξύλινες κατασκευές. Με τη γυναίκα μου έχουμε περάσει πλέον σε ένα άλλο βιοτικό επίπεδο. Τρώμε πιο υγιεινά, ζούμε πιο ήσυχα, όλα μου κάνουν ωραία εκεί. Πίστεψέ με, αν συνέχιζα να μένω εδώ, θα ήμουν μαραζωμένος. Και τώρα θα τσακωνόμασταν, δεν θα τα λέγαμε.
Υπάρχει κάτι που να μη σου αρέσει εκεί;
Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που με χαλάνε εκεί. Δεν πρόκειται όμως ποτέ να μιλήσω για αυτά δημόσια, γιατί αγαπάω τόσο πολύ αυτό τον τόπο που δεν θέλω να ακουστεί από το στόμα μου τίποτα αρνητικό.
Στη Λήμνο είσαι σαν τον πρόεδρο του χωριού; Σε φωνάζουν όλοι με το μικρό σου όνομα;
Καμιά σχέση! Μπορεί να με ξέρουν όλοι και να με φωνάζουν με το μικρό μου, όπως λες, το θέμα όμως είναι ότι εγώ στη Λήμνο μονάζω. Μένω σε μια παραλία τελείως μόνος μου και δεν έρχομαι συχνά σε επαφή με τον κόσμο. Μόνο με τους παιδικούς μου φίλους.
Μένεις δηλαδή σε ένα ερημικό χωριό της Λήμνου;
Μένω σε μια παραλία που έχει μόνο ένα σπίτι, το δικό μου. Το έχτισα εκεί για να έχω την ησυχία μου.
Για να είσαι «εσύ και ο Θεός»;
Ο Θεός κι εγώ! Πάει πάντα αριστερά στην αφίσα ο Θεός! (γέλια)
Δεν έχει μοναξιά όλο αυτό, όσο κι αν την αποζητάς;
Καθόλου! Έχω τόσα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνω που δεν μου φτάνει ούτε για αστείο η μέρα. Εδώ δεν περνά ο χρόνος με τίποτα. Έρχομαι στην Αθήνα και κουράζομαι από το αεροπλάνο ακόμη. Και νιώθω τόσο υπέροχα επιστρέφοντας στη Λήμνο.
Πώς είναι εκεί η καθημερινότητά σου; Σηκώνεσαι νωρίς το πρωί και βλέπεις θέα θάλασσα με έναν καφέ στο χέρι;
Αυτό νομίζουν όλοι ότι, επειδή ζω στη θάλασσα, θα κάθομαι και θα τη χαζεύω. Ούτε καν της δίνω σημασία! Αλλά ξέρω ότι υπάρχει και παίζει τον ρόλο της στη ζωή μου. Ειδικά τώρα που βρέχει και αλλάζουν τα χρώματα είναι μαγεία. Αλλά και η άνοιξη στη Λήμνο είναι εκπληκτική. Ο κάμπος είναι γεμάτος λουλούδια και μυρωδιές.
Ακόμη και τα χρόνια που έμενες στην Αθήνα, νοσταλγούσες τη Λήμνο;
Για δέκα χρόνια δούλευα επτά μέρες την εβδομάδα στην Αθήνα και υπέφερα γιατί δεν μπορούσα να είμαι εκεί. Το μυαλό μου ήταν συνεχώς στη Λήμνο. Βέβαια ως πιτσιρικάς είχα έννοια πώς θα φύγω. Όλοι οι πιτσιρικάδες που ζουν στην επαρχία, και ειδικά σε νησί, νιώθουν εγκλωβισμένοι. Κι εγώ το ένιωθα έντονα αυτό. Έβλεπα τα καράβια να φεύγουν και έλεγα «Να ’μουν κι εγώ μέσα». Τότε δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση. Η μέρα μας ήταν να παίξουμε μπάλα. Και ξανά μπάλα. Κάποια στιγμή «μπάλιασε» το στόμα μας!
Πού ονειρευόσουν πως πας ανεβαίνοντας στο καράβι;
Ήθελα να μπαρκάρω, αυτό ήταν το σχέδιο. Στα 17, ήρθα στην Αθήνα με φυλλάδιο αλλά δεν βρήκα ναύλο και έτσι έπιασα δουλειά σε έναν φούρνο. Ύστερα έφυγα για την Κρήτη, όπου τον πρώτο καιρό έμενα σε κάτι σπηλιές (σ.σ. Μάταλα) γιατί δεν είχα σπίτι! Υπήρχε ένα χωριό στην Κρήτη όπου άραζαν συνήθως οι χίπηδες της εποχής και όσοι ήταν πιο ανήσυχα νιάτα. Μου άρεσε πάρα πολύ εκεί πέρα. Ήθελα να είμαι μαζί τους. Και έναν ολόκληρο χειμώνα μέναμε σε μια σπηλιά που ήταν κάτι σαν κοινόβιο. Και παίζαμε όλοι μαζί κιθάρα. Ωραία ήταν!
Θα το ξανάκανες όλο αυτό;
Τώρα; Όχι ποτέ, εκτός αν ξέρεις καμιά πεντάστερη σπηλιά!
Ολόκληρη η συνέντευξη στο People, που κυκλοφορεί μαζί με το Έθνος της Κυριακής