Στο περιοδικό “Λοιπόν” και τη Φρόσω Σιδηροκαστρίτη έδωσε συνέντευξη ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο οποίος μίλησε για την ταινία “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα” και αναφέρθηκε, φυσικά, και στην Κατερίνα Γώγου.
Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο Γιώργος Τζαβέλλας. Τι άνθρωπος ήταν;
Πρέπει να ξέρετε ότι ήταν ο μέντορας και ο δάσκαλός μας και ο δημιουργός αυτής της ταινίας, αυτός την έγραψε, αυτός τη σκηνοθέτησε. Μια ταινία που θα μπορούσε να ήταν ισάξια των ταινιών του Φελίνι, γιατί ήταν και η εποχή τέτοια και για εμένα που ήμουν πολύ νέος τότε και πρωτοξεκινούσα τον κινηματογράφο, ήταν ένα μεγάλο δώρο. Πριν γίνει ταινία, ήταν ένα θεατρικό έργο που το είχε παίξει ο Βασίλης Λογοθετίδης μαζί με την Ίλια Λυβικού στον ρόλο της Μάρως Κοντού και όταν έγινε κινηματογραφική ταινία, ο Λογοθετίδης δεν βρισκόταν πλέον στη ζωή.
Ήταν αυστηρός σαν σκηνοθέτης;
Όχι, ήταν πάρα πολύ φιλικός. Μπορώ να ομολογήσω ότι ήταν πολύ πιο φιλικός, ακόμα και από αυτό που θα έπρεπε να είναι σαν σκηνοθέτης, δεν ήταν καθόλου αυστηρός. Κατάφερε με τον δικό του τρόπο να κάνει μια πάρα πολύ ωραία δουλειά, το αποτέλεσμα της οποίας φάνηκε στο τέλος της ταινίας. Ήμασταν πιο πολύ φίλοι παρά συνεργάτες.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τη Μάρω Κοντού;
Εγώ είχα την τύχη μεταξύ άλλων να έχω παρτενέρ τη Μάρω Κοντού, με την οποία γνωριζόμασταν πολλά χρόνια, γιατί είχαμε δουλέψει μαζί και στο θέατρο και είχαμε γνωριστεί στη θεατρική παράσταση «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου ήταν και η πρώτη μας συνεργασία. Η Μάρω Κοντού είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος και γυναίκα, την αγαπώ και με αγαπάει ακόμα και έχουμε ακόμα επαφή. Δεν χαθήκαμε ποτέ.
Υπήρξε ανταγωνισμός ανάμεσα στους ηθοποιούς;
Τουλάχιστον σε αυτή την ταινία, κανένας. Ήταν σαν ένα θεατρικό έργο που ο κάθε ηθοποιός είχε τον ρόλο του και τέλος μέχρι εκεί. Μπορεί να υπήρξαν ανταγωνισμοί σε άλλες ταινίες, που παίζανε δυο τρεις κωμικοί και ο καθένας ήθελε να κάνει τα δικά του αστεία για να γελάσει ο κόσμος και να κερδίσει έδαφος. Στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», ο κάθε ηθοποιός ήταν στρατιώτης, δεν υπήρχαν τέτοια.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τη Δέσποινα Νικολαΐδου;
Την γνώριζα πάρα πολύ καλά, γιατί κάναμε περιοδεία μαζί στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη, η οποία ήταν η κολλητή της φίλη. Ήταν ένα ήσυχο και καλό κορίτσι.
Άργησε ποτέ κανείς στα γυρίσματα;
Όχι βέβαια. Δεν γινόντουσαν τέτοια πράγματα, δεν υπήρχαν παρατυπίες, ήταν μια ταινία που άρχισε και τελείωσε πάρα πολύ γλυκά και ανώδυνα.
Κάποιος ηθοποιός που να ξέχασε τα λόγια του;
Όχι, δεν συνέβαιναν αυτά τότε. Ακόμα και οι ηθοποιοί με τους μικρούς ρόλους, ήταν άνθρωποι με φοβερό ταλέντο, όπως ο Δούκας που έκανε τον εργάτη στο τέλος που γκρέμιζε το σπίτι, όπως και ο Ζερβός που έκανε τον ταξιτζή μετά το μυστήριο του γάμου. Αυτοί οι ηθοποιοί ήταν ταλαντούχοι και παρόλ’ αυτά έπαιξαν ένα πολύ μικρό ρόλο, αλλά τον αξιοποίησαν σωστά.
Τι θυμάστε από την Κατερίνα Γώγου;
Ένα χρυσό και ευαίσθητο κορίτσι. Μέσα στην ταινία δεν είχε δείξει το πρόσωπο που έδειξε αργότερα, που αποστασιοποιήθηκε, που είδε μάταια όλη της τη ζωή και στο τέλος αυτοκτόνησε. Στα γυρίσματα ήταν μια ηθοποιός στρατιωτίνα, όπως ακριβώς ήταν και στο θέατρο όπου έπαιζε παράλληλα, τα υπόλοιπα ήρθαν μετά, ανακαλύπτοντας τη ζωή της και ήρθαν τα πάνω κάτω και έφτασε εκεί που έφτασε. Ήταν μια σπουδαία ποιήτρια.
Υπήρξε κάποιο ευτράπελο στην ταινία;
Όχι, δεν συνέβη ποτέ κάτι, τουλάχιστον σε αυτές που έκανα εγώ.
Ούτε στη σκηνή που η Μάρω Κοντού σας «φόρεσε» το καπέλο;
Όχι, μια χαρά βγήκε αυτή η σκηνή, μπορεί ο θεατής όταν την βλέπει να γελάει, αλλά εμείς δεν γελάγαμε, για εμάς ήταν πολύ σοβαρό το θέμα και έπρεπε να το διεκπεραιώσουμε.
Δέσπω Διαμαντίδου…
Ήταν μια πάρα πολύ καλή και ευγενέστατη κυρία. Άλλωστε όλη η ομάδα της ταινίας αυτής ήταν πολύ καλοί φίλοι και συνεργάτες, γιατί ήταν τον καιρό εκείνο που βρισκόμασταν και συνεργαζόμασταν όλοι μαζί. Με τον Σταύρο Ξενίδη είχαμε συνεργαστεί και στην ταινία «Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές», η οποία ήταν μια δικιά μου ταινία. Ο Δημήτρης Καλλιβωκάς ήταν παιδικός μου φίλος, ζούσαμε σε διπλανά σπίτια, μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Η Λίλλη Παπαγιάννη ήταν συμμαθήτριά μου στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και την Καίτη Λαμπροπούλου σαφώς την γνώριζα, γιατί είχε μια μεγάλη καριέρα.
Πώς ήταν η Τασσώ Καββαδία;
Η Τασσώ Καββαδία ήταν μια χρυσή γυναίκα, ήταν εντελώς το αντίθετο από τους ρόλους που υποδυόταν, ίσως και γι’ αυτό είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία οι ρόλοι της. Πολλές φορές οι κωμικοί ηθοποιοί αν παίξουν έναν δραματικό ρόλο, μπορούν να το κάνουν πάρα πολύ καλά.
Της έδιναν όμως συχνά τέτοιους ρόλους…
Ναι, ήταν η εποχή της τυποποίησης στον κινηματογράφο, ένα πράγμα το οποίο εγώ απέφυγα και κατά κάποιον τρόπο βγήκε εις βάρος μου τότε. Επειδή εγώ δεν τυποποιήθηκα, ήμουν άλλος στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», ήμουν άλλος στο «Καλώς ήρθε το δολάριο» και άλλος στο «Ξύπνα Βασίλη», ο κόσμος δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει έναν χαρακτήρα που να λέει «Πάμε να τον δούμε, θα κάνει αυτά τα τερτίπια και θα γελάσουμε», όπως έκαναν οι αείμνηστοι Θανάσης Βέγγος και Κώστας Βουτσάς, που οι θεατές ήξεραν τι θα κάνουν και επέλεγαν να πάνε να τους δουν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κάνω και τις λιγότερες ταινίες, γιατί δεν ήθελαν αυτό που έκανα. Εγώ αναγνωρίστηκα ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια μέσω της τηλεόρασης.
Στην ταινία έχει πάρει μέρος και ο Νάσος Κεδράκας, μιλήστε γι’ αυτόν τον άνθρωπο…
Δεν είχαμε σχέσεις. Τον ήξερα πάρα πολύ καλά σαν ηθοποιό, γνωριζόμασταν, χαιρετιόμασταν, αλλά δεν είχαμε ποτέ σχέσεις.
Συνεργαστήκατε στην ταινία και με τον Λουκιανό Ροζάν, τι θυμάστε από αυτόν τον ηθοποιό;
Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος, αλλά δεν είχαμε σχεδόν καθόλου επαφή στην ταινία, στα γυρίσματα τον γνώρισα για πρώτη φορά, έκανε τον άνθρωπο που πήρε τη θέση μου στη δουλειά και πέθανε από το αρνί που έφαγε. Όσο γλυκός ήταν στην ταινία, άλλο τόσο ήταν και στην πραγματική του ζωή.
Πώς σας αντιμετώπιζε εκείνη την εποχή ο κόσμος;
Κάθε ηθοποιός που ήταν πρωταγωνιστής τότε σε κάποια ταινία, γινόταν σταρ, γινόταν ένας άνθρωπος που ο κόσμος τον θαύμαζε στον δρόμο και τον κυνηγούσαν από πίσω. Πιστέψτε με ότι εγώ προσωπικά δεν τα εισέπραξα αυτά, γιατί δεν ήμουν ένας τυποποιημένος άνθρωπος που έκανε τον κόσμο να χαχανίζει. Ο κόσμος προτιμούσε ή το χαχανητό ή τον θαυμασμό του για μια ωραία πρωταγωνίστρια ή έναν ωραίο ζεν πρεμιέ, όπως τον Αλεξανδράκη, αυτού του έσκιζαν τα πουκάμισα που λέει ο λόγος. Εμένα δεν μου ζητάγανε αυτόγραφα, γιατί δεν ανέβηκα σκαλοπάτι μεγάλο, γιατί οι ταινίες μου ήταν διαφορετικές και αναγνωρίστηκαν τώρα.
Έχετε επισκεφθεί στην πάροδο των χρόνων την περιβόητη οικία Κοκοβίκου;
Όχι… Δεν είχε κανένα νόημα.
Πώς αισθάνεστε που η ταινία έγινε έγχρωμη;
Εμένα με ευχαρίστησε, γιατί το χρώμα προσελκύει και λίγο τους νέους για να το δουν, γιατί «χτυπάει» στο μάτι, το ασπρόμαυρο είναι πιο πολύ για τους νοσταλγούς. Με ευχαρίστησε πολύ, γιατί και το 10% να καθίσει να δει την ταινία λόγω του χρώματος, είναι κέρδος.
Πού πραγματοποιήθηκαν τα εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας;
Είχαμε ένα στην Ομόνοια, ένα στην Ακρόπολη και ένα στον Εθνικό κήπο.
Σε αυτά τα γυρίσματα, ο κόσμος πώς αντιδρούσε;
Τους αποκλείαμε λιγάκι και τους μαζεύανε στην άκρη για να μην μπουν στις σκηνές.