Μια κουβέντα ουσίας είχαμε με τη Νίκη Παλληκαράκη με αφορμή τη νέα παράσταση «Ανάμεσα σε δυο κόσμους» που ανεβαίνει στο Σύγχρονο θέατρο σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαίδη. Με την Τέχνη της σε πρώτο πλάνο, η Νίκη Παλληκαράκη εκφράζεται για όλα και δεν διστάζει να πάρει θέση σε ζητήματα που απασχολούν όλους μας.
Ας ξεκινήσουμε, αγαπητή μου Νίκη, με το θέατρο στα χρόνια του κορονοϊού. Πόσες αλλαγές αισθάνεσαι πως έχουν σημειωθεί αυτή τη διετία;
Μπορούμε να παραφράσουμε την φράση και να μιλήσουμε για το θέατρο στα χρόνια του πολέμου! Νιώθω πραγματικά σαν να είμαστε σε πόλεμο. Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση, το παλεύουμε όλοι όπως νιώθω ότι το παλεύει και ο καθ’ όλα θεατρικός κόσμος. Είμαστε σίγουρα φοβισμένοι αλλά προσπαθούμε. Σε μένα είχε λείψει τόσο πολύ που στην παράσταση με την Μιμή Ντενίση, την πρώτη μέρα λίγο πριν ξαναβγούμε στη σκηνή, συνειδητοποίησα πως μετά από 20 μήνες πατούσαμε και πάλι σανίδι. Δεν είχα συλλάβει δηλαδή το διάστημα. Βγήκαμε και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, κλαίγαμε, ήμασταν όλοι τρακαρισμένοι, συγκινημένοι και νιώθαμε πως είχε την ίδια ακριβώς συγκίνηση ο κόσμος. Το θέμα της πανδημίας και του εγκλεισμού μάς είναι τόσο πρωτόγνωρο που έγιναν κοσμογονικές αλλαγές μέσα μας. Ανά πάσα στιγμή μπορούν όλα να ανατραπούν και αυτό είναι τρομακτικό ταρακούνημα. Σαν μια χαρακιά βαθιά να έγινε μες στον ψυχισμό μας για αυτό το καινούργιο, το τόσο απόλυτο που έχει όμως δράσει επικίνδυνα. Βλέπεις πως κάτι δεν πηγαίνει καλά στην κοινωνία. Έχει βγει μια νοσηρότητα που ήταν κουκουλωμένη, που ήταν κρυμμένη. Σαν να υπήρχε μια αρρώστια και ξαφνικά ήρθε η αφορμή και έσκασε.
Σε ποια αντιμετώπιση διακρίνεις να προχωρούμε έστω και δειλά;
Πραγματικά δεν ξέρω, νιώθω ότι δοκιμάστηκαν τα πάντα. Η σχέση με τον εαυτό μας, αυτή είναι η μεγάλη δοκιμασία. Δηλαδή τι ισορροπία έχουμε εμείς με το είναι μας, να μπορούμε να ελέγξουμε παρορμήσεις και ένστικτα. Δεν είναι εύκολο πράγμα ο εγκλεισμός και ο φόβος τους θανάτου. Εγώ κιόλας που αρρώστησα, το βίωσα. Έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου και δη τον δαιμονικό εαυτό σου. Κάπου εκεί πρέπει να βρεις και να ελέγξεις τις ισορροπίες σου. Δοκιμάστηκαν οι ανθρώπινες σχέσεις, τα ζευγάρια, τα παιδιά τους, τα πάντα.
Η αγάπη που έχουμε σαν κοινωνία στον διχασμό, σε πολλές στιγμές της ιστορικής μας διαδρομής, έχεις βρει που οφείλετε και βλέπουμε μέχρι και μεσαιωνικές εικόνες;
Σίγουρα είμαστε επιρρεπείς στον διχασμό, στο να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον ιδεολογικά αλλά πια έχουμε φτάσει στο σημείο μέχρι και επί του πρακτέου. Υπήρχε μια φούσκα ότι η κοινωνία και η παιδεία μας έχουν προχωρήσει, αλλά ξαφνικά όλα φαίνονται πλασματικά. Δεν υπάρχει ίχνος παιδείας, ίχνος καλλιέργειας, ίχνος καλλιέπειας. Έχω τρομάξει και νιώθω πως είμαστε σε έναν βαθύ μεσαίωνα. Υπάρχει βαθιά νοσηρότητα. Επιβεβαιώνονται φόβοι που είχα για το διαδίκτυο και την εύκολη πληροφορία. Μα πραγματικά αν ο ανθρώπινος νους εξελίσσεται σταδιακά, τελικά ο «εγκέφαλος» της τεχνολογίας εξελίσσεται με γεωμετρική πρόοδο που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να τον παρακολουθήσει. Έχοντας λοιπόν την ψευδαίσθηση ότι είναι μορφωμένος και σπουδαίος, ανά πάσα στιγμή μπορεί να μπει κάπου και να παραστήσει τον γιατρό, τον επιδημιολόγο, τον δικαστή, τον εισαγγελέα, τον μηχανικό, τον δικηγόρο, τον καλλιτέχνη. Κουκουλώνεται η άγνοια του και η μη μόρφωση του και έχει την ψευδαίσθηση πως έγινε υπερήρωας γνωρίζοντας τα πάντα.
Ακριβώς σε αυτό το απαίδευτο εστιάζεις, δηλαδή, που νιώθω και γω στον αφρό του σήμερα και στην τάση ύμνου της ημιμάθειας.
Της πλήρους ημιμάθειας δυστυχώς. Γίνεται κανείς εύκολα επιρρεπής σε όποια συνωσιομολογική μπούρδα, θα μου επιτρέψεις τον όρο, κυκλοφορεί. Δεν είναι σε θέση να κρίνει γιατί δεν γνωρίζει. Έχοντας όμως την ψευδαίσθηση ότι παίζει στα δάχτυλα την τεχνολογία και έχει γίνει ο σούπερμαν, βλέπουμε αυτά τα ακραία περιστατικά. Το διαδίκτυο είναι σπουδαίο πράγμα, προς Θεού, αλλά τον τρόπο και τον ρυθμό με τον οποίο εξελίσσεται, ο άνθρωπος δεν μπορεί τελικά να τον παρακολουθήσει. Κάτι τόσο επικίνδυνο όπως είναι η πανδημία κουκουλώθηκε με όλη αυτή την ανοησία που δεν βοηθάει βεβαίως σε τίποτα.
Αυτό που περιγράφεις θεωρώ πως έχει αυξητική πορεία, χωρίς να έχουμε ακόμα φτάσει στο ανώτερο άκρο της φούσκας. Μήπως δεν δεσπόζουν αντίστοιχες διαθέσεις αλληλοφαγώματος στο περίφημο κομμάτι του #metoo;
Ασφαλώς, ήρθαν στην επιφάνεια τάσεις για αίμα και κανιβαλισμό. Δεν θα σου πω ψέματα, με προβλημάτισε αυτός ο περιορισμός, στον οποίο εμείς δώσαμε την λαβή, να αφορά μόνο τον δικό μας χώρο. Ότι τι δηλαδή ξαφνικά; Δεν έχει ανοίξει μύτη πουθενά αλλού, δεν συνέβη κάτι; Δεν νομίζω ότι βοηθάει και περισσότερο σε μια περίοδο που βλέπουμε ότι υπάρχει αυτός ο κανιβαλισμός, η ανθρωποφαγία. Είναι αναμενόμενη να υπάρχει σε μια τέτοιου είδους συνθήκη που οξύνει τα ένστικτα, το θλιβερό όμως είναι πως η πλειοψηφία δεν μπορεί να τα χειραγωγήσει και γίνεται έρμαιο τους. Δεν βγαίνουν απλά τα σκοτάδια στην επιφάνεια, μα ο δαίμονας του καθενός. Δεν γίνεται κάθε μέρα να ακούμε στα δελτία πως ο ένας σκοτώνει τον άλλον και να εξοικειωνόμαστε με αυτό.
Ακόμα και με τα σκουπίδια που προσθέσαμε και εμείς, οι άνθρωποι του θεάτρου, στη σημαντική ουσία του #metoo, θεωρείς ότι μπορεί να βγει κερδισμένος ο χώρος;
Αλέξανδρε, δεν θα σου πω πως είμαι αισιόδοξη ούτε νομίζω ότι λύνονται έτσι απλά τα πράγματα. Το θέμα της εξουσίας είναι πανάρχαιο, προϋποθέτει πολύ βασικά στοιχεία ανθρώπινης ποιότητας και ύπαρξης και δεν λύνεται απλά. Ακόμα και για ουσιαστικά θέματα που θίγει σε θεωρητικό επίπεδο το όποιο #metoo, έγινε ένα ξεκατίνιασμα στα πάντα. Δεν μου λέει προσωπικά τίποτα. Μου προκάλεσε πολύ μεγάλη θλίψη, δεν το είδα ποτέ ως κάτι ελπιδοφόρο. Παρακολουθούσα τα σχόλια σε διάφορα άρθρα και νομίζω πως ξύπνησαν ένστικτα στον κόσμο για ένα τεράστιο μένος εναντίον του χώρου μας. Δεν ξέρω, απενοχοποίησαν δικές τους κανιβαλιστικές συμπεριφορές; Σε τι βοήθησε όλο αυτό εμάς, τον χώρο μας; Τους σταυρώσαμε μα ας κοιτάξει ο καθένας τον εαυτό του και τον χώρο του.
Μέσα σε ένα θολό πλαίσιο, αν το δούμε ρεαλιστικά, σε βρήκε όμως η ενδιαφέρουσα και αισιόδοξη πρόταση για το «Ανάμεσα σε δυο κόσμους» από την Κωνσταντίνα Νικολαϊδη.
Η πρόταση με βρήκε στην καραντίνα, θυμάμαι πως γυρνούσα από το σούπερ μάρκετ και με πήρε τηλέφωνο η αγαπημένη μου, η Κωνσταντίνα Νικολαϊδη. Ήταν δώρο πραγματικά! Μου είπε πως αφορά το έργο του Ιβάν Τουργκένιεφ, που θα σου ομολογήσω πως δεν είχα διαβάσει και της είπα από την πρώτη στιγμή «ναι, πάμε Κωνσταντίνα». Ήταν τόσο δημιουργική και αγαπησιάρικη η περίοδος των προβών και ήταν όλα τόσο όμορφα, πέρα βέβαια από την χαρά που είχαμε μετά τον εγκλεισμό να βρεθούμε σε θεατρική δουλειά.
Πρώτη συνεύρεση σχεδόν με όλους τους συντελεστές και αυτό φέρει μια γοητεία.
Είχαμε δουλέψει μόνο με τον Ορέστη Τρίκα, ναι τηλεοπτικά, στον οποίο ειλικρινά χαίρομαι την πρόοδο και την ερμηνευτική εξέλιξη που σημειώνει με την πάροδο του χρόνου. Με όλους του υπόλοιπους συντελεστές είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε. Την Σοφία Πανάγου την γνώριζα και την εκτιμούσα ενώ τα δύο νέα μας παιδιά, την Φιλίππα Κουτούπα και τον Δημήτρη Μανδρινό, τα γνώρισα στις πρόβες. Όπως επίσης είμαι χαρούμενη που βρέθηκα με τους σπουδαίους συντελεστές πίσω από τη σκηνή που έχει πάντα η Κωνσταντίνα, μια εξαιρετική ομάδα. Προσωπικά αγαπώ την ρώσικη λογοτεχνία, την μαγεία που φέρουν τα κείμενα της οπότε μόνο σαν δώρο μπορώ να χαρακτηρίσω αυτή τη στιγμή.
Ποια συνθήκη καλείστε να φέρεται στη σκηνή του Σύγχρονου θεάτρου κάθε Δευτερότριτο και να απλώσετε μέσα από αυτή τη δουλειά, Νίκη;
Πρόκειται για ένα ερωτικό μεταφυσικό δράμα στο οποίο, όπως ανακαλύψαμε μέσα στις αναλύσεις και στο βαθύ ψάξιμο, αναβλύζουν τα ανθρώπινα συναισθήματα με ένα μέγεθος τεράστιο. Αυτό που λέμε ίσως και για τα αρχαία μας κείμενα, όπου όλα γίνονται μεγάλα. Τα συναισθήματα, οι σχέσεις, υπαρξιακά και φιλοσοφικά ανθρώπινα ζητήματα σπουδαία. Όπως η έννοια του θανάτου, του έρωτα, του αιώνιου, του άφθαρτου. Μια πάλη ανάμεσα σε υπαρξιακά ζητήματα τρομακτικά που πάντα μας απασχολούν και πάντα θα μας αφορούν. Είναι υπέροχο να βουτάς σε τέτοιους χαρακτήρες, σε αυτά τα βάθη και με συγκινεί ο δικός μου ρόλος. Ο συγγραφέας την ορίζει ως μια γυναίκα που ξέρει να αγαπά με αυταπάρνηση. Εκείνο το μέγεθος της αγάπης που τόσο έχουμε αφήσει και δεν ξέρουμε να το αγγίξουμε. Μέσα στην εμβάθυνση, ναι έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται στις ρωγμές του «ήσουν ικανή να αγαπήσεις σε τέτοια βάθη;», «η συναισθηματική σου αναπηρία που αρχίζει, ως που φτάνει;».
Και τι απάντηση μπόρεσες, αλήθεια, να δώσεις;
Δεν έχω δυστυχώς απάντηση να δώσω. Σε αυτά τα μεγέθη της αγάπης φοβάμαι ότι φθηνήναμε οι άνθρωποι στην εποχή μας. Πήγα στην αρχή να περηφανευτώ αλλά είπα «ναι; Έλα, απάντησε ειλικρινά». Με συγκινεί πολύ η ηρωίδα μου μα δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Η κεντρική ιστορία είναι εκείνη των δύο παιδιών, ο απόλυτος έρωτας αλλά έχει πολλά ερωτήματα που σε κάνουν να ψάξεις μέσα σου.
Γλυκά χρώματα πολλά φέρει η ηρωίδα σου και ένιωσα, σαν θεατής, πως την αγάπησες πολύ. Σε φόβισαν όμως πτυχές της;
Την αγάπησα, πράγματι και με συγκίνησε. Δεν με φόβισε κάτι σε εκείνην είναι η αλήθεια παρά με φόβισε το ψυχικό ξεμπρόστιασμα που έκανε σε εμένα. Θα σου ομολογήσω πως με εξέθεσε στον εαυτό μου. Θα μου επιτρέψεις όμως να τονίσω σαν απόρροια της όλης μας κουβέντας πως στην εποχή που ζούμε, αν η Τέχνη μπορεί να επηρεάσει το αξιακό σύστημα του ανθρώπου, αυτό που θέλει να πει το κείμενο του Τουργκένιεφ μακάρι να μπορεί να το επηρεάσει στην φτώχεια και την ένδεια που ζούμε αυτή την στιγμή.