Η Μαίρη Ραζή μίλησε στο Λοιπόν και στον Παναγιώτη Βαζαίο για την συμπεριφορά που εισέπραξε, όταν ήρθε στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη.
Δεν χάνετε το χιούμορ σας, παρόλο που η ζωή σας έχει δείξει το σκληρό πρόσωπό της από νωρίς…
Το χιούμορ είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις την όποια δυσκολία και να προχωρήσεις. Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με την απελπισία όχι μία, αλλά δύο φορές. Η πρώτη ήταν όταν εκδιωχθήκαμε, μας εξόρισαν από την Κωνσταντινούπολη όπου ζούσαμε. Ήμουν 14 ετών. Σε τρυφερή ηλικία. Πέρασα από έναν κόσμο χαράς, άνεσης και ευτυχίας σε έναν άλλον, όπου έπρεπε να παλέψω για την επιβίωσή μου. Αλλά το χειρότερο ήταν που έχασα τους φίλους μου, τις φίλες μου, τους συγγενείς μου, τους καθηγητές μου, τον κοινωνικό μου ιστό. Ξεριζωθήκαμε. Ήρθαμε στην Ελλάδα που ενώ είναι φιλόξενη χώρα, εμάς τους Κωνσταντινουπολίτες δεν μας υποδέχτηκαν με αγάπη αλλά εχθρικά σαν να μην ήμασταν Έλληνες. Και η δεύτερη φορά όταν σχεδόν γκρεμίστηκε το θέατρο μου στην οδό Ερμού από τον σεισμό το 1999. Και τι θα έκανα; Θα σταματούσα; Όχι συνέχισα! Θέλει και λίγη τρέλα, φαντασία, αντίσταση στις αντιξοότητες και δημιουργικότητα. Το σανίδι είναι ελευθερία. Δεν κάνουμε θέατρο για να καταπιεστούμε από αυτό. Μάζεψα τα κομμάτια μου από την αρχή και έτσι φτιάξαμε το θέατρο «Πρόβα».
Ήρθατε μαζί με τους γονείς σας από την Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 14 ετών περίπου;
Όχι, δεν ξεκινάει έτσι η ιστορία. Τον Σεπτέμβριο του 1955 – ήμουν 7 ετών – είχαμε πάει με τους γονείς μου διακοπές στην Πρίγκηπο. Ήμασταν εύπορη οικογένεια και ο πατέρας μου προσπαθούσε να μας παρέχει όσο περισσότερα μπορούσε. Νοικιάσαμε το σπίτι ενός Τούρκου. Ένα βράδυ του Σεπτεμβρίου, ακούμε μεγάλη φασαρία, άγριες φωνές, πυροβολισμούς, τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπούν ασταμάτητα. Στην πόρτα του σπιτιού μας γρονθοκοπήματα. Ήταν Τούρκοι με τσεκούρια στα χέρια. Οι γονείς μου έκρυψαν εμένα με την αδελφή μου και τη γιαγιά μου στη τουαλέτα και έβαλαν πίσω από την πόρτα μια ντουλάπα. Αυτοί μείνανε στο σαλόνι για να ξεγελάσουν τους Τούρκους και να μην βρουν εμάς. Η γιαγιά μου είχε στο ένα γόνατο της την αδερφή μου και στο άλλο εμένα και τα πόδια της τρέμανε από το φόβο της. Όταν φέρνω αυτή την ανάμνηση στο μυαλό μου, το ξαναζώ αυτό το τρέμουλο.
Τι έγινε μετά; Πώς καταφέρατε να γλιτώσετε από τους Τούρκους;
Βγήκε ο άνθρωπος που νοικιάζαμε το σπίτι και τους είπε: «Είμαι Τούρκος, το σπίτι είναι τουρκικό και έχω μέσα φιλοξενουμένους». Έφυγαν χωρίς να γίνει κάτι άλλο. Επιστρέψαμε στην Κωνσταντινούπολη και συνεχίσαμε τη ζωή μας εμείς στο σχολείο μας και ο πατέρας μου στις επιχειρήσεις. Ένα βράδυ του 1963, έρχεται η αστυνομία, συλλαμβάνει τον πατέρα μου. Επίστρεψε το πρωί με μελανιασμένο πρόσωπο. Προφανώς είχαν ασκήσει βία πάνω του, αλλά εμάς μας είπε ότι έπεσε και χτύπησε. Την επόμενη μέρα, με μια βαλίτσα στο χέρι, τον πήγαν στο αεροδρόμιο και τον εξόρισαν στην Ελλάδα.
Εσείς μείνατε πίσω στην Κωνσταντινούπολη;
Ναι, για τα επόμενα δύο χρόνια ζούσα με τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου και την αδελφή μου στην Κωνσταντινούπολη. Φυσικά, η ζωή μας είχε αλλάξει. Η μητέρα μου άρχισε να ράβει – ήταν εξαίρετη μοδίστρα – και έτσι μπορέσαμε να κρατήσουμε ένα επίπεδο ζωής, με τη βοήθεια βέβαια και των εύπορων συγγενών μου. Ήταν ακριβό το γαλλικό σχολείο όπου πήγαινα, καθώς και ο τρόπος που ζούσαμε. Αλλά στο κομμάτι της εκπαίδευσης οι γονείς μου δεν υπολόγιζαν χρήματα.