Στην εφημερίδα Espresso και τον Νίκο Νικόλιζα έδωσε συνέντευξη η Λουίζα Μπατίστα. Η ηθοποιός μίλησε, μεταξύ άλλων, και για τη Ρένα Βλαχοπούλου.
Με τη Βλαχοπούλου είχατε συνεργαστεί…
Δουλέψαμε πολύ μαζί. Ωραίος άνθρωπος. Μέχρι που πέθανε, πηγαίναμε με τη Δέσποινα, τη παίρναμε με το αυτοκίνητο και τη γυρίζαμε σε όλη την Αθήνα για να έχει καλή ψυχολογία. Μόνο ένα που της έκανα κακό και μου το κρατούσε μέχρι που πέθανε: στο θέατρο, στα καμαρίνια, έπαιζε κουμκάν με λίρες χρυσές. Οπως καθόμουν δίπλα της μια φορά, μου λέει: «Μπατίστα, πάρε τα χαρτιά μου για λίγο και παίξε στη θέση μου». Εγώ δεν είχα ιδέα από χαρτιά.
Απέναντί μου έπαιζαν η σύζυγος του Φούντα, η Χρυσούλα Ζώκα, η Σπεράντζα Βρανά και άλλες. Κάθε τόσο μου έλεγαν: «Κάηκες. Να σου βάλουμε καπέλο;» Εγώ, χωρίς να ξέρω, έλεγα «Βάλτε». Γυρίζει η Βλαχοπούλου και μου λέει: «Μπατίστα, τι έγινε;» Της λέω: «Ξέρω γω, καπέλο μού βάζουν συνέχεια». Της γυρίζει το μάτι της Ρένας και αρχίζει να με βρίζει κερκυραίικα: «Που να μπει ο διάολος μέσα σου. Τι μου ‘κανες, μωρή;» (γέλια) Μέχρι που πέθανε το έλεγε.
Αυτοσχεδίαζε η Ρένα;
Ο,τι της ερχόταν εκείνη την ώρα στο μυαλό το έλεγε. Και στις ταινίες το ίδιο έκανε. Δεν μπορούσε κανένας σκηνοθέτης να τη βάλει σε καλούπια.
Ηταν καλή συνεργάτιδα;
Δύσκολος άνθρωπος, αλλά ωραίος άνθρωπος. Μια φορά με τον Ορέστη Μακρή τσακώθηκαν γερά για κάτι σπίρτα. Παίζαμε όλοι μαζί στον ίδιο θίασο. Η Ρένα κάπνιζε πολύ κάτι αμερικάνικα τσιγάρα, ακριβά. Κάθε λίγο και λιγάκι λοιπόν η Ρένα ερχόταν και έπαιρνε από τον Μακρή τα σπίρτα. Του γυρίζει το μάτι του Μακρή και της λέει με αυστηρό ύφος: «Δεν μου λες. Ρένα, ξέρεις και καπνίζεις ακριβά αμερικάνικα τσιγάρα και έρχεσαι, βρε τσιγκούνα, και παίρνεις τα σπίρτα τα δικά μου;»