Έληξε το θρίλερ που είχε η μεγάλη θιασάρχισσα Καλή Καλό σύμφωνα με ρεπορτάζ της Espresso και του Νίκου Νικόλιζα. Όλα άρχισαν πριν από κάποιους μήνες, όταν η σπουδαία θεατρίνα, ύστερα από δική της έκκληση, παρότρυνε τη γυναίκα που τη φρόντιζε να τη μεταφέρει σε νοσοκομείο, λόγω της δύσπνοιας που είχε.
Η Καλλιόπη Καλοχριστιανάκη, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Ωστόσο, το μεγάλο δράμα ήταν όταν η ηθοποιός έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για εξετάσεις από τους γείτονές της αλλά κανείς δεν έβαζε την υπογραφή για την ευθύνη της μεταφοράς της και της φροντίδας της στο μικρό διαμέρισμα που διέμενε, στην Άνω Κυψέλη. Ο πρόεδρος του ΣΕΗ και βουλευτής της Πλεύσης Ελευθερίας, Σπύρος Μπιμπίλας, μετά από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας, κατάφερε να σπάσει τα δεσμά που κρατούσαν «δεμένη» την σπουδαία ηθοποιό ως νοσηλευόμενη σε κεντρική κλινική της Αθήνας με αποτέλεσμα να μεταφερθεί και να φιλοξενείται σε ένα από τα καλύτερα δωμάτια του Γηροκομείου Αθηνών. Η 97χρονη ηθοποιός, μίλησε στην Espresso και άνοιξε την καρδιά της θέλοντας να εξομολογηθεί τα πάντα.
«Αν η Ελλάδα είχε δέκα ακόμη ιδρύματα όπως το Γηροκομείο Αθηνών, όλοι οι ηλικιωμένοι θα ήταν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι της Γης» ανέφερε συγκινημένη και καθισμένη πλέον μόνιμα στο αναπηρικό της καροτσάκι. «Στην αρχή είχα πει του Μπιμπίλα ότι δεν θέλω να πάω σε ίδρυμα. Θέλω να πεθάνω στο σπίτι μου. Δεν ξέρω πως μου είχε περάσει η εικόνα ότι τα ιδρύματα είναι κατάντια. Όταν όμως μετά από παρακλήσεις με μετέφεραν εδώ, νιώθω σαν αν είμαι στον παράδεισο. Έχω τα πάντα και φυσικά δεν έχω το άγχος των εξόδων».
Όταν η συζήτηση έφτασε στο μακάβριο εύρημα, τα οστά του γιου της, που βρήκαν ο Σπύρος Μπιμπίλας κι οι αστυνομικοί κάτω από το κρεβάτι της όταν πήγαν να μεταφέρουν τα πράγματά της και να ξενοικιάσουν το σπίτι της, η Καλή Καλό είπε: «Αυτά ήταν τα οστά του γιου μου, της μεγάλης μου λατρείας. Αυτό το παιδί ήταν όλη μου η ζωή. Και που δεν πήγα για να το γιατρέψω. Πάνω από δέκα χρόνια γύρισα όλο τον κόσμο για να το κάνω καλά. Δεν τα κατάφερα.
Όταν έγινε η εκταφή, δεν μπορούσα να βάλω τα οστά του στο οστεοφυλάκιο μαζί με τα άλλα. Το θεωρούσα σαν να τα πετούσα. Κι εμείς οι Κρητικοί τιμούμε τους νεκρούς μας. Τα πήρα με ευλάβεια, τα έπλυνα και τα τοποθέτησα σε ένα λευκό σεντόνι και τα έβαλα σε ένα μικρό ξύλινο κουτάκι. Ήθελα να νιώθω ότι ο γιος μου είναι κοντά μου. Και τα είχα εκεί 45 χρόνια. Δεν έκανα κανένα έγκλημα. Τα οστά του γιου μου είχα και για εμένα είναι ιερό πράγμα».