Η Τάνια Τσανακλίδου μιλά για το φόβο, τη μοναξιά, τη δημιουργία και το θέατρο που ξαναμπήκε στη ζωή της σε συνέντευξη της στην Αργυρώ Μποζώνη και το elculture.gr.
Ο φοβερός αυτός τίτλος του «Ο φόβος τρώει τα σωθικά», τι σου λέει;
Είναι ένας οδηγός ζωής. Αν αυτό το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή, θα ζήσεις με γενναίο τρόπο. Αν δεν αφήσεις να σε βάλει από κάτω, αν ξέρεις πάντα ότι ο φόβος θα σου καταστρέψει όλη σου την πορεία, όλη σου την προσωπικότητα, όλες σου τις σχέσεις, όλα όσα αγαπάς. Αν αυτό το βάλεις καλά στο μυαλό σου και δεν το αφήσεις να σε νικήσει, το έχεις γραμμένο κάπου, να το βλέπεις, πρωί και βράδυ και να λες «τι φοβήθηκα σήμερα, να μη ξαναφοβηθώ».
Η δική σου σχέση με το φόβο;
Πάντα φοβόμουν κι ακόμα φοβάμαι. Από παιδί φοβόμουν.
Εγώ σε είχα για ατρόμητη, άφοβο άνθρωπο.
Οι ήρωες, όπως ξέρεις, όχι ότι δε φοβούνται, δεν αφήνουν τον φόβο να τους παραλύσει. Δεν τον άφησα το φόβο σε καμία περίπτωση. Τώρα φοβάμαι πολύ την ανημπόρια, γιατί ζω μόνη μου. Φοβάμαι μη φτάσω σε ένα σημείο που θα γίνω βάρος στους άλλους. Άλλα δε φοβάμαι. Δε φοβάμαι τη φτώχεια, να αρρωστήσω και να παλέψω να γίνω καλά. Τώρα που χτύπησα, δεν έκλαιγα, φοβήθηκα όμως, αλλά ήμουν ψύχραιμη, είπα σε ποιον να το πουν, να μη φρικάρουν οι δικοί μου, αυτά.
Παλιά τι ήταν αυτό που σε φόβιζε περισσότερο;
Ο θάνατος. Τίποτα άλλο. Γιατί με όλα τα άλλα πάλεψα μαζί τους και τα ευχαριστήθηκα.
Ποιες ήταν οι δύσκολες μάχες;
Στην καριέρα μου θα σου πω για τα τελευταία χρόνια, γιατί όταν ήμουν νέα δε φοβόμουν τίποτα, νόμιζα ότι είμαι πολύ σούπερ-ντούπερ. Όταν άρχισα λίγο να σοβαρεύω και να ωριμάζω και αναμετριόμουν με τις ανεπάρκειές μου. Πολλές ανεπάρκειες και σε συναισθηματικό και σε πρακτικό επίπεδο. Γιατί ήμουν ένας άνθρωπος που δεν πρόσεχε ποτέ, κάπνιζα πάντα, έτρωγα σαν γουρούνι πάντα, δε μπήκα ποτέ σε πρόγραμμα. Αυτή η έλλειψη πειθαρχίας σε μένα είναι μια ανεπάρκεια την οποία ενώ τη διέγνωσα νωρίς, δεν έκανα τίποτα για να τη διορθώσω. Απλά συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι μπορεί να είμαστε και ανεπαρκείς.
Αν σου έλεγα ότι καπνίζεις σαν φουγάρο και τρως σαν γουρούνι τι θα έκανες;
Θα έλεγα καλά κάνω, κοίτα τα δικά σου και εμένα άσε με ήσυχη. Επέλεξα ένα δρόμο ελευθερίας, ήταν ένα κόστος που πλήρωνα κάθε μέρα, δε μου τη χάριζε κανένας. Όμως αυτή η ελευθερία έχει κάτι βράδια που γυρνάς σπίτι μόνος σου μετά από πρεμιέρες φορτωμένη λουλούδια, στολίζεις τα βάζα και σκέφτεσαι «ωραίος επιτάφιος». Αισθανόμουν ότι δεν έχω να μοιραστώ αυτή τη χαρά μου, βέβαια το πρωί ξυπνούσα πανευτυχής που ήμουνα μόνη μου και δε με έπρηζε κανένας πριν πιω τον καφέ μου.