Η Τζέσυ Παπουτσή τα τελευταία χρόνια φορούσε πάντα μαύρα ρούχα. Αυτή τη φορά ντύθηκαν οι άλλοι στα μαύρα για να αποχαιρετήσουν την «κυρία Κόλλια» του «Πάτερ Ημών», την «κυρία Αφροδίτη» των «Μικρομεσαίων» και την κρατούμενη «Κακουδάκη» στους Στάβλους της Εριέτας Ζαϊμη, μέσα από το αφιέρωμα που ετοίμασε για τη σπουδαία ηθοποιό το Down Town και η Φανή Πλατσατούρα.
Για την Τζέσυ Παπουτσή πάνω απ΄ όλα είναι το θέατρο…
2011 και η Τζέσυ Παπουτσή παίζει στο θέατρο Βεάκη και στο έργο «Όσκαρ» του Έρικ Εμμανουέλ Σμιτ. Ύστερα από ακόμη μία sold out παράσταση κατεβαίνει στο καμαρίνι της να ξεβαφτεί και να προλάβει να μοιράσει τα τάπερ με φαγητό που κουβαλούσε σχεδόν πάντα μαζί της, στους τεχνικούς. Βγάζοντας την περούκα πιάνει ένα μεγάλο εξόγκωμα στο κεφάλι της, το οποίο είχε μέγεθος πορτοκαλιού. Την πιάνουν τα κλάματα αλλά δεν λέει τίποτα σε κανέναν. Κάνει τον σταυρό της και περιμένει άγρυπνη στο σπίτι της μέχρι να ξημερώσει και να επισκεφθεί τον γιατρό. Την επόμενη μέρα η διάγνωση είναι «μηνιγγίωμα». Αναρωτιέται τι είναι αυτό, δεν έχει ξανακούσει αυτή τη λέξη με τον γιατρό να της εξηγεί πως στις εννιά από τις δέκα περιπτώσεις πρόκειται για καλοήθη όγκο στο κεφάλι που όμως, πρέπει να αφαιρεθεί άμεσα. Για τη Τζέσυ πάνω απ΄ όλα είναι το θέατρο γι΄ αυτό και περιμένει να τελειώσει η σεζόν και ύστερα κλείνει απευθείας, τρία εισιτήρια για το Newcastle στην Αγγλία για να υποβληθεί σε προγραμματισμένη επέμβαση. Μαζί της είναι ο άνδρας της και ο γιος της που έχουν μάθει λίγες μέρες πριν, για το ξαφνικό πρόβλημα υγείας. Όλα πήγαν καλά και η Τζέσυ από τότε, έχει για προστάτη τον Άγιο Εφραίμ.
Χρόνια αργότερα θα εξομολογηθεί για εκείνες τις δύσκολες στιγμές: «για δεκατέσσερις μέρες έκανα εγχειρήσεις. Ακόμη και την ώρα του χειρουργείου ήμουν με το χαμόγελο στα χείλη. Πιστεύω ότι η ώρα του κάθε ανθρώπου είναι προκαθορισμένη. Εμένα δεν ήταν τότε, η ώρα μου». Το απόγευμα της περασμένης Κυριακής η Τζέσυ Παπουτσή έφυγε από τη ζωή μόλις στα 67 της χρόνια και ύστερα από 62 μέρες νοσηλείας στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς. Αυτή τη φορά είχε φτάσει η κακιά η ώρα και το τέλος μιας γυναίκας που της ταίριαζε μόνο ο υπερθετικός βαθμός. Ήταν η «Τζεσάρα», όπως την φώναζαν όλοι, με τον καλό λόγο στην άκρη της γλώσσας.
Η Τζέσυ Παπουτσή που γνώριζαν…
Φίλοι και συνάδελφοί της θυμούνται άγνωστες ανέκδοτες ιστορίες από την πρωταγωνίστρια που καταλάβαινες ότι βρίσκεται στο καμαρίνι, πριν καν ακόμη ανοίξεις την πόρτα. Από το τρανταχτό, όλο ζωή, χαρακτηριστικό γέλιο της.
Μιμή Ντενίση
“Ήμασταν μαζί στην “Άννα Καρένινα” στη Θεσσαλονίκη και όλος ο θίασος ήθελε να ξενυχτά μέχρι πολύ αργά μετά από κάθε παράσταση. Εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω γιατί είχα τεράστιο ρόλο. Ένα βράδυ είχαν βγει κάπου και γύρισαν πέντε το χάραμα και το ίδιο πρωί ήμασταν όλοι καλεσμένοι σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Η Τζέσυ Παπουτσήείχε τέτοιο άγχος μήπως δεν ξυπνήσει που μπήκα στο δωμάτιο και την βρήκα να κοιμάται καθιστή στον καναπέ με την τσάντα στο χέρι. Ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος που αντιμετώπιζε τα πάντα με χιούμορ. Συνεργαζόμασταν δώδεκα ολόκληρα χρόνια μαζί. Για τρεις χρονιές στη «Θεοδώρα», τη «Λασκαρίνα», τον «Βασιλιά και Εγώ» και φυσικά, την «Άννα Καρένινα».
Φώτης Σεργουλόπουλος
«Κάναμε στο Shamone μια παράσταση που λεγόταν «Τρεις Κόρες Εν Καμίνω». Υποτίθεται πως ήταν τρεις γυναίκες οι οποίες στα γενέθλιά τους έκαναν πρόβα θανάτου. Μια μαύρη σάτιρα που έπαιζαν η Ελένη Φιλίνη, η Πωλίνα και η Τζέσυ Παπουτσή η οποία έμπαινε μέσα σε ένα φέρετρο, όπως απαιτούσε ο ρόλος αλλά δυσκολευόταν να βγει και συχνά έλεγε, αστειευόμενη, «τα φέρετρα είναι μόνο για να μπαίνεις, όχι για να βγαίνεις». Ύστερα ανέβαινε πάνω και χόρευε και τραγουδούσε και ήταν έτοιμη για όλα. Ήταν από τους στρατιώτες στην Τέχνη της. Έπαιρνε την αντίδραση του κοινού και την έκανε ping-pong και αυτή η αμεσότητά της τρέλαινε τον κόσμο. Πριν την παράσταση αυτή, κάναμε την «Αντουανέτα» μαζί όπου τότε μου εμπιστεύθηκε πως μόλις είχε γυρίσει από ένα σοβαρό χειρουργείο στην Αγγλία. «Το ξεπέρασα, Φώτη, είμαι μια χαρά. Τελείωσε, πέρασε», έλεγε ξανά και ξανά. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα προσπαθούσε να κάνει γνωστό το δράμα της για να πάρει δημοσιότητα. Μην ξεχάσω και το χαρακτηριστικό της: κάθε φορά που ερχόταν στην πρόβα, κρατούσε μαζί της κουλουράκια και τυροπιτάκια από τον φούρνο της γειτονιάς για να ταϊσει όλον τον θίασο».
Κατέρρευσαν μπροστά στην κάμερα για την Τζέσυ Παπουτσή!
Κάρμεν Ρουγγέρη
«Παίζαμε μαζί για πολλά χρόνια στις παραστάσεις του Εθνικού. Την πειράζαμε συνεχώς και τη φωνάζαμε «συντρέχτρα» γιατί όποιος αρρώσταινε από τον θίασο, η Τζέσυ τα παρατούσε όλα και έτρεχε να τον επισκεφθεί στο σπίτι του ενώ πιο πριν, σταματούσε να προσευχηθεί και να ανάψει κερί στην εκκλησία. Ήταν γενικά άνθρωπος της εκκλησίας. Νήστευε, προσευχόταν, έκανε καλοσύνες και ήταν πάντα στην ώρα της σε κάθε κυριακάτικη λειτουργία. Εννοείται πως πριν από κάθε παράσταση, έκανε τρεις φορές τον σταυρό της. Συνεπής και καλή σε όλα της, από μικρή ακόμη που την ήξερα, κακή κουβέντα δεν έβγαινε από το στόμα της. Όταν ακουγόταν στην αίθουσα του Εθνικού γέλιο, ξέραμε ότι είναι η Τζέσυ και έχει έρθει για πρόβα. Πάντα παχουλή, με εκείνη τη χαρακτηριστική ελιά και πάντα να αυτοσαρκάζεται».
Μιχάλης Ρέππας
«Μας είχε κατακτήσει όλους, με το ήθος και τον χαρακτήρα της, στο ελληνικό θέατρο. Ήταν ανοιχτόκαρδη, ήταν γενναιόδωρη. Δεν θα ξεχάσω μια μέρα που την κάλεσα στο εξοχικό μου, στην Επίδαυρο. Την περίμενα να έρθει. Την βλέπω λοιπόν, να κατεβαίνει από το αμάξι φορτωμένη με δύο τεράστιες σκουπιδοσακούλες. Τις ανοίγω και βλέπω μέσα πιάτα, ποτήρια, κεριά. “Τζέσυ δεν είμαι φτωχός” της λέω και μου απαντά “εφεδρικά στα έφερα, άμα παντρευτείς”. Υπερβολική σε όλα της. Αλλά έτσι ήταν η Τζέσυ. Σαν μεγάλη μαμά και για τα κορίτσια και για τα αγόρια».
Δημήτρης Αποστόλου
“Κάποια στιγμή, το 2007, η Τζέσυ Παπουτσή δουλεύει μαζί με τη Μάγδα Πένσου στο Αλίκη. Εγώ και η Μάγδα έχουμε αποφασίσει να παντρευτούμε και ψάχνουμε κουμπάρους. Στο διάλειμμα της παράστασης λέω στη Τζέσυ να μας παντρέψει. “Στις 7/7/07 θα παντρευτούμε στο Παρίσι και θα είσαι κουμπάρα. Απλώς ράψου”. Της ήρθε σοκ, λιποθύμησε και βγαίνοντας στη σκηνή πιάνει τη Μάγδα και της λέει: «μου κάνει πλάκα έτσι;». Μέχρι τον Ιούλιο με είχε ζαλίσει στις ερωτήσεις: “Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να είμαι εγώ;”, Μήπως να βρείτε έναν πλούσιο κουμπάρο;” κ.ο.κ. Ταξιδεύουμε τελικά, όλοι μαζί για τον γάμο στο Παρίσι. Η Τζέσυ δεν έχει ξαναπάει στη Γαλλία και της φαίνονται όλα περίεργα. Κάνουμε και μια στάση στην Παναγιά των Παρισίων όπου της φοράω κάτι αυτιά του Γκούφι και κάνει σαν μικρό παιδί. Το προηγούμενο βράδυ του γάμου βγαίνουμε να δειπνήσουμε και γυρίζει η Τζέσυ και μου λέει: “η γυναίκα σου, να ξέρεις, είναι ματιασμένη”. Να μην τα πολυλογώ, από την Αψίδα του Θριάμβου μέχρι το Ποτάμι –περισσότερη από μια ώρα με τα πόδια- η Τζέσυ ξεμάτιαζε τη Μάγδα στον δρόμο και σταυροκοπιόταν, και έλεγε προσευχές και έκλαιγε από το μάτι και την κοίταζαν έκπληκτοι οι Παριζιάνοι. Και στο εστιατόριο που καθίσαμε μετά για φαγητό, την ξεμάτιαζε στα κρυφά σταυροκοπώντας την κάτω από το τραπέζι. Επίσης όπως μάθαμε ύστερα, όλο τον καιρό πριν τον γάμο, πήγαινε στον Άγιο Εφραίμ, τον Κυπριανό και τον Τρύφωνα για να μας «διαβάσει» να πάει καλά ο γάμος. Η Τζέσυ Παπουτσή έφυγε με παράπονο και σε παρακαλώ να το γράψεις αυτό. Την εκμεταλλεύτηκαν πολλοί στον χώρο. Άνθρωποι που στήριξε και ευεργέτησε. Η Τζέσυ, πέθανε η μάνα της, και την επόμενη μέρα, βγήκε και έπαιξε. Η Τζέσυ, σκοτώθηκε όλο το σόι του άνδρα της σε τροχαίο, και την ίδια μέρα βγήκε και έπαιξε. Ακούραστη και πιστή στην Τέχνη της μέχρι το τέλος. Ο πιο γενναιόδωρος ηθοποιός που μάλλον πέρασε ποτέ από το ελληνικό σανίδι».