Η Σεμίνα Διγενή γράφει ένα γράμμα στον Γιώργο Μαρίνο
"Δεν βρίσκει κανείς µας τρόπο να επικοινωνήσει µαζί σου, καθώς µια διάθεσή σου σε κρατάει ασφαλή στην άλλη όχθη της πόλης, κάπου που µόνο εσύ ξέρεις".
Με τίτλο «Στον αποκωδικοποιητή της Σεμίνας Διγενή: Ενα γράμμα στον Γιώργο Μαρίνο», η Σεμίνα Διγενή γράφει στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ:
Σε σκέφτοµαι πολύ τελευταία. Οχι µέσα σε τηλεοπτικά σκηνικά ή στην πίστα της «Μέδουσας». Σε σκέφτοµαι πάντα µε φόντο τη γειτονιά που µεγαλώσαµε -µοναχικά παιδιά και οι δύο-, τον Βοτανικό.
Ηρθες, µέσα από την οθόνη της ΕΡΤ, σε εκείνη την εκποµπή µας, που ξαναπροβλήθηκε προχθές από την ΕΡΤ. Ησουν όµορφος και χαρούµενος, γιατί ένιωθες πόσο πολύ σε αγαπούσαµε όλοι σε εκείνη τη µεγάλη παρέα. Λέγαµε αστεία και γελούσαµε πολύ. Μας τραγούδησες το «Κάθε κήπος έχει µια φωλιά για τα πουλιά», και σε µια στιγµή πήγες και γονάτισες µπροστά στην Κάτια και της αφιέρωσες το πιο σπαρακτικό «Χάρτινο το φεγγαράκι». Πόσο µου έχει λείψει να σου µιλάω και πιο πολύ να σε ακούω…
Δεν βρίσκει κανείς µας τρόπο να επικοινωνήσει µαζί σου, καθώς µια διάθεσή σου σε κρατάει ασφαλή στην άλλη όχθη της πόλης, κάπου που µόνο εσύ ξέρεις. Η πρώτη εικόνα που έχω από εσένα είναι η αφίσα σου, που έβλεπα στους τοίχους της Αδριανού, σχολώντας από το Α’ Γυµνάσιο της Πλάκας. Μετά οι δίσκοι σου, µετά η σαρωτική παρουσία σου στην πίστα, µετά στο θέατρο, µετά στο σινεµά κι ύστερα επιτέλους από κοντά, στις εκποµπές µου. Τυφώνας και µαϊστράλι µαζί. Είναι χρόνια τώρα που, από τη δράση, αυτοεξορίστηκες στη σιωπή… Κάποτε ο πατέρας σου στη Μακρόνησο, τώρα εσύ, σαν να ζεις την αντιστροφή. Αντέχεις άραγε; ∆εν χάνεσαι και δεν παραπατάς ποτέ;
Κάποιες φορές νοµίζω πως ακούω τη φωνή σου από την άκρη του καλωδίου ενός παλιού τηλεφώνου, να σιγοτραγουδά σκόρπιους στίχους του Χατζιδάκι… Αναζητώντας την έννοια του Ελληνα σύγχρονου µύθου, µακριά από την παρέλαση των κοινοτοπιών, το µόνο πρόσωπο που σκέφτοµαι είναι το δικό σου… Ευτυχώς το αρχείο της ΕΡΤ διέσωσε την εκποµπή του Γ. Παπαστεφάνου για σένα, του 1976. Είχε πέσει η χούντα. Η χώρα δεν έχει ακόµη καθαρίσει, αλλά εσύ είσαι ευτυχισµένος. Γεννοβολάς υπέροχη µουσική, λέξεις, βλέµµατα, η ενέργεια, το χιούµορ και η λάµψη σου αιχµαλωτίζουν τον φακό. Καµία κρυµµένη «ιδεολογία». Ολα στο φως.
Αγαπηµένο µοναχικό παιδί. Συναντάς στα 12, πρώτη φορά, τον πατέρα σου, µετά την εξορία. Στα 16 κάνεις, για πρώτη φορά, την οµολογία ερωτικής πίστεως. Αγαπάς τα αγόρια. Αποφασίζεις πως δεν θα κρυφτείς ποτέ. Γίνεσαι ερωτευµένο υποκείµενο. Γίνεσαι καλλιτέχνης. Γίνεσαι πρώτος. Θα µπορούσε όλο αυτό να είναι ένα εξαίσιο εργαλείο παρανόησης. Οχι, αποφασίζεις όλα σου να είναι καθαρά και διάφανα. Με εκφραστικά στοιχεία απροσδόκητα και γοητευτικά, µε φραστικούς τύπους ολόδικούς σου, µε το µέγα πάθος σου, τις εξάρσεις και το θάρρος σου να µιλάς για τον έρωτα, πάντα ανοιχτά, καθαρά και καταπρόσωπο… (Ξέρω πως ο µεγαλύτερός σου έρωτας υπήρξαν τα σκυλιά. Αραγε, εκεί στη σιωπή, σε συντροφεύουν ακόµη;)
Ολο το απόγευµα σήµερα ήµουν µαζί σου. Σε απολάµβανα στις εκποµπές που κάναµε για τον Χορν, σε µια άλλη µε τη Λιάνα, σε αυτήν µε την Κάτια και την Κατιάνα, σε εκείνη µε τη Λίνα και τον Σταµάτη και σε τόσες ακόµη… Ησουν -και είµαι σίγουρη πως εξακολουθείς να είσαι- το φως και η χαρά, που δεν έχουν ανάγκη επιγόνους. Η τέχνη είναι ο θρίαµβός σου. Ο πυρετός, ο κορεσµός και το µεθύσι σου. Ο πόθος σου. Ισως κάτι παραπάνω να ήξερες και τράβηξες τις κουρτίνες… Ολοι αναρωτιούνται γιατί σιωπάς. Από τι είναι η καρδιά σου πλανταγµένη; Κι εµείς εδώ, µη νοµίζεις, παλεύουµε στα αδιέξοδα, µε τους πιο αδιανόητους παραλογισµούς.
Στην εποχή των γκρεµισµένων σκηνικών µιας άθλιας παράστασης. Πόσο θα ’θελα όµως πίσω τον τρόπο που έβλεπες εσύ τα πράγµατα, ακόµη κι εκείνη την πονηρή σου παρασιώπηση. Κάποτε µου είχες πει: «Είµαστε καταδικασµένοι να είµαστε άγιοι ή τέρατα»… Κι ύστερα ξαφνικά σε έχασα. Απήλθες. Ούτε τέρας ούτε άγιος… Δεν µου φτάνει να σε βλέπω στα βίντεο.
Στο µυαλό µου ακούω τη φωνή σου, σε εκείνο το τραγούδι του Ακη Πάνου που µου σκίζει την καρδιά: «Ηπια τα χείλη σου και χάνοµαι, ήπια την ίδια τη ζωή. Κάτι γεννιέται, το αισθάνοµαι». Κι ύστερα: «Μαρµάρωσε, Θεέ µου, το σύµπαν εδώ, µαρµάρωσε εµένα κι εκείνη. Εδώ που γιορτάζει ο έρωτας, µη, µη σβήσει αυτή η στιγµή».
Σε σκέφτοµαι πολύ τελευταία. Οχι µέσα σε τηλεοπτικά σκηνικά ή στην πίστα της «Μέδουσας». Σε σκέφτοµαι πάντα µε φόντο τη γειτονιά που µεγαλώσαµε -µοναχικά παιδιά και οι δύο-, τον Βοτανικό. Αν γνωριζόµασταν τότε, θα σε καθησύχαζα πως όταν µεγαλώσεις η µαµά σου θα είναι πολύ περήφανη για σένα. Κακώς φοβόσουν πάντα για το αντίθετο. Κακώς το σκέφτεσαι ακόµη. Σαν να έγινε µόλις, 1975. Ηχογραφείς το «Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα». Μα ναι, ακούω καθαρά: «Κουβέντες στην τύχη για κάποιον Μαρίνο, που κάνει τον κλόουν και τον θεατρίνο, και πάλι τραγούδια µαζί µε φιλιά, στους δρόµους, στα πάρκα, σε κάποια σκαλιά».
Πηγή: ethnos.gr