Zappit

Έλληνας ηθοποιός: «Φοβάμαι για τα παιδιά μου όταν ακούω τον Ερντογάν»

«Βρέθηκα τότε με το Κυπριακό στην πρώτη γραμμή στον Εβρο. Υπηρέτησα 28 μήνες! Στην επιστράτευση, θυμάμαι, ήμουν στο Σώμα των αντιαρματικών όπλων και είχαμε στηθεί για μάχη».

Στην εφημερίδα Espresso και τη Μαρία Ανδρέου έδωσε συνέντευξη ο Γιώργος Παρτσαλάκης που μίλησε μεταξύ άλλων για τα παιδικά του χρόνια.

[dfp_ads id=236982]

Είστε από την Κρήτη, όπως προδίδει το επίθετό σας;

Πράγματι, η καταγωγή μου είναι από την Κρήτη, από τα Χανιά. Συγκεκριμένα από ένα χωριό που λέγεται Καλυβιανά, έχει 80 σπίτια και είναι τρία χιλιόμετρα από το Καστέλι. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί τελείωσα το Γυμνάσιο. Εφυγα από το Καστέλι το 1969, στα 18 μου, για να βρω την τύχη μου στην Αθήνα. Τι κατάφερα; Η ιστορία θα δείξει… Πάντως, σκοπός μου είναι κάποια στιγμή να επιστρέψω στο πατρικό μου και η χαρά μου θα ήταν μεγαλύτερη, αν μαζί μου έρχονταν και τα παιδιά μου. Αλλά, αν δεν με ακολουθήσουν, δεν πειράζει, και ο πατέρας μου μόνος ήταν στην Κρήτη και ήταν ευτυχής. Βέβαια, η επιστροφή στις ρίζες θα γίνει όταν δεν θα είμαι τόσο δυνατός ώστε να ανεβαίνω στο σανίδι.

Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;

Ηταν φτωχικά! Οσο δεν πάει άλλο. Μετά τον Εμφύλιο, σε μια χώρα διαλυμένη, σε ένα χωριό της Κρήτης, τι περιμένεις; Ο πατέρας μου, αν και είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και θα μπορούσε να γίνει δάσκαλος, δεν έφυγε από την Κρήτη. Εμεινε στο νησί για να καλλιεργεί τα χωράφια μας. Ηταν και κτηνοτρόφος και χασάπης. Δούλευα μαζί του από μικρός. Ηθελα να τον βοηθάω, ειδικά μετά τον θάνατο της μάνας μου, το 1961. Εμεινα ορφανός από μητέρα σε ηλικία 10 ετών. Δυστυχώς, είχε καρκίνο στο στήθος. Και ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του πατέρα μου για εκείνη, που δεν παντρεύτηκε ξανά. Ηταν το στήριγμά μας, για μένα, τον αδερφό μου και τις δύο αδερφές μου. Εφυγα από το σπίτι τελευταίος και τον άφησα μαζί με τη γιαγιά μου και τον παππού μου, οι οποίοι έζησαν μέχρι τα 80 τους και ο πατέρας μου τους φρόντιζε.

Πώς διαχειριστήκατε την απώλεια της μητέρας σας;

Δεν νομίζω ότι είναι κάτι που ξεπερνιέται. Είναι πολύ βάρβαρος αποχωρισμός για ένα παιδί. Επειδή είμαι πατέρας δύο αγοριών, πιστεύω πλέον ακράδαντα -αν και τα λατρεύω τα παιδιά μου, όπως και αυτά εμένα- ότι μάνα είναι μόνο μία.

Με την υποκριτική είχατε μεράκι από μικρός;

Οχι! Στο σχολείο δεν μπορούσα να πω ούτε ποίημα. Ντρεπόμουν! Απλώς, αυτό που έζησα ως παιδί στην Κρήτη, με τον θάνατο, ήταν τρομακτικό. Σε αυτό το νησί ο θάνατος βιώνεται υπερβολικά. Παίρνει τρομακτικές διαστάσεις. Γενικότερα, στην Κρήτη δεν υπάρχει η αίσθηση του μέτρου. Οταν πέθανε η μάνα μου, έκλεισε το σπίτι. Επεσε μαύρο παντού… Κι εγώ από την ανάγκη να ξεφύγω από αυτήν τη θλίψη πήγαινα στα γλέντια του χωριού για να ακούσω μαντινάδες, λύρες και λαούτα. Ηθελα να ξεφύγω από το πένθος και αυτό το βρήκα στη χαρά των πανηγυριών. Αυτό που βιώνω 45 χρόνια πάνω στο σανίδι είναι αυτό που ζούσα κλεφτά στα πανηγύρια του χωριού. Εκανα επάγγελμα τη διάθεσή μου να ταξιδέψω στη χαρά για δύο ώρες και μαζί μου να έχω συνοδοιπόρους τους ανθρώπους που βρίσκονται στην πλατεία και να τους κάνω να περνούν καλά. Αυτή την επικοινωνία έψαχνα τελικά σε όλη μου τη ζωή και τελικά γι’ αυτό έκανα θέατρο.

Χρειάστηκε να κάνετε άλλες δουλειές μέχρι να βρείτε τον δρόμο σας στο θέατρο;

Δούλεψα ως ηλεκτρολόγος με τον αδερφό μου, ως μαραγκός με τον θείο μου και με τον γαμπρό μου βάζαμε μωσαϊκά. Ημουν ένα χωριατόπαιδο, δειλό, που δεν μπορούσε να βρει τον δρόμο του για τη σχολή θεάτρου. Μέχρι που συναντάω, στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον, ένα παιδί, τον Λεωνίδα, ο οποίος είχε τελειώσει τη Σχολή του Κατσέλη και με πήρε από το χέρι και με πήγε. Πέρασα στις εξετάσεις και άρχισε η περιπέτεια με το θέατρο. Τελείωσα, λοιπόν, τη σχολή το 1973 και τον Ιούνιο άρχισα να παίζω στη Ρόδο, στις παραστάσεις «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και «Οιδίποδας Τύραννος» στον Χορό, αλλά η χαρά δεν κράτησε πολύ.

Γιατί; Τι συνέβη;

Στις 22 Οκτωβρίου 1973 μου ήρθε το χαρτί να καταταγώ στον Στρατό και απολύθηκα στις 25 Φεβρουαρίου του 1976! Βρέθηκα τότε με το Κυπριακό στην πρώτη γραμμή στον Εβρο. Υπηρέτησα 28 μήνες! Στην επιστράτευση, θυμάμαι, ήμουν στο Σώμα των αντιαρματικών όπλων και είχαμε στηθεί για μάχη. Αν γινόταν το «μπαμ», δεν θα είχαν ζήσει και πολλοί. Υστερα από έναν μήνα, ο πατέρας μου με βρήκε στο τηλέφωνο και μου είπε: «Κατέβα από τον Εβρο, να ανέβω εγώ». Ηταν στην ηλικία που είμαι εγώ τώρα. Τον ίδιο φόβο έχω κι εγώ σήμερα για τα αγόρια μου, όταν ακούω τον Ερντογάν. Δεν θέλω να συμβεί αυτό στα παιδιά μου. Οι εξουσίες ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους σαν μυρμήγκια. Ελπίζω να επικρατήσουν η ψυχραιμία και η λογική. Δεν φτάνουν η εξαθλίωση και οικονομικός πόλεμος που έχει κηρύξει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ελλάδα;