Δημήτρης Πετρόπουλος: «Είναι μια απώλεια που γίνεται όλο και πιο αισθητή όσο περνάει ο καιρός»

Δημήτρης Πετρόπουλος

«Άργησα πολύ να με αποδεχτώ, αλλά ίσως έτσι έπρεπε να γίνει», είπε ο Δημήτρης Πετρόπουλος.

Στην εφημερίδα On Time και τη Σίσσυ Μενεγάτου έδωσε ο συνέντευξη ο Δημήτρης Πετρόπουλος. Ο γνωστός ηθοποιός απάντησε, μεταξύ άλλων, και για την απώλεια που τον πόνεσε περισσότερο.

Στο έργο «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μάνας μου ηχούσε φάλτσα» του Ματέι Βίζνιεκ, έρχεσαι και σε… επαφή με το μυστήριο του θανάτου.

Νομίζω ότι αυτό είναι το μαγικό σημείο του έργου, καθώς δεν υπάρχει άμεση εξήγηση -ούτε συγγραφικά ούτε σκηνοθετικά- γιατί αυτός ο πατέρας έχει αυτή την «ικανότητα» να επικοινωνεί με τους νεκρούς. Αυτό δείχνει ίσως μια βαθιά αποδοχή του θανάτου από την πλευρά του. Γιατί δεν ανοίγει αυτός ο δίαυλος εύκολα και για τους άλλους ανθρώπους και κυρίως για τη μάνα που λαχταρά για το γιο της.

Προσωπικά έχω πολύ καλή σχέση με το θάνατο, γι’ αυτό ίσως κάνω με αυτό τον τρόπο την ανάγνωση του ρόλου μου. Από παιδί, πάντα είχα πολύ καλή σχέση με τους νεκρούς μου. Δεν υπάρχει τίποτα το μακάβριο. Είναι μια σχέση ποιότητας και στοργής. Είναι μια αγαπησιάρικη σχέση. Δεν με τρομάζει το νεκροταφείο, ο θάνατος, δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, αλλά από παιδί δεν είχα κάποιο φόβο.

Ίσως να έπαιξε ρόλο το ότι δεν με φόβισε και κανένας, παρόλο που βιώναμε τα πένθη πολύ έντονα, δεν τα αποφεύγαμε καθόλου, γιατί στην Ήπειρο υπάρχει μεγάλη εξοικείωση με τις έννοιες πένθος και απώλεια. Μάλιστα, ο δεσμός με αυτόν που έφυγε παραμένει, σαν να υπάρχει μια σχέση ιδιόρρυθμης συνύπαρξης! Βέβαια, όσο περνάει ο καιρός, είναι πιο ισχνό, δεν είναι τόσο καθοριστικό, γίνεται σαν μια άυλη παρουσία. Αυτό ακριβώς που νιώθω για τους νεκρούς μου ίσως μου άνοιξε το δρόμο για το ρόλο.

Ποια είναι η μεγαλύτερη απώλειά σου που σε πονάει περισσότερο;

Δεν ξέρω αν μπορώ να το ιεραρχήσω γιατί έχασα τους γονείς μου αρκετά νωρίς, ο πατέρας μου πέθανε πριν από σαράντα χρόνια και η μάνα μου τριάντα. Σίγουρα, μια πρόσφατη απώλεια που μάλλον γίνεται πιο αισθητή σε μένα παρά μαλακώνει με τον καιρό που περνάει είναι της Ανέζας Παπαδοπούλου, με την οποία η σχέση μου ήταν βαθιά υπαρξιακή και ήταν ένα σημείο αναφοράς. Αν και δεν κάναμε τόσο συχνή παρέα, που ίσως θα νομίζει κάποιος, έτσι όπως το λέω, υπήρχε μια ιδιαίτερη ποιότητα σε αυτή τη σχέση.

Γνωριζόμασταν από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, είχαμε αναφορές από την πρώτη στιγμή. Να το πω λίγο διαφορετικά, όταν ήρθε και με είδε η Ανέζα σε μια παράσταση, την «Ολεάννα», που δεν είναι και πολύ παλιά, ο τρόπος που μου μίλησε, η αποδοχή και η χαρά της… της φάνηκε ότι βρήκα το ζητούμενο. Δηλαδή, αυτό στο οποίο κι εκείνη αφιέρωσε τη ζωή της και, ως σπουδαία ηθοποιός, αναζητούσε με πολλούς τρόπους.

Κι επειδή της φάνηκε ότι συναντήθηκα με αυτό το πράγμα σε αυτή την ερμηνεία -το λέω και φορτίζομαι πολύ συγκινησιακά και δεν θέλω-, με κάλυψε έναντι όλων. Ας πούμε, ξαναπήρα το οκέι από τον άνθρωπο που για μένα ήταν τόσο σημαντικός, ήταν σαν να ξαναξεκίνησε κάτι, σαν να ολοκληρώθηκε ένας μεγάλος κύκλος. Άργησα πολύ να με αποδεχτώ, αλλά ίσως έτσι έπρεπε να γίνει.

Σου αφηγήθηκα όλο αυτό για να σου δώσω να καταλάβεις πόσο μέτραγε για μένα η γνώμη της. Στη Θεσσαλονίκη τελείωσα και τη Νομική και η Ανέζα ήταν η μοναδική που παρευρέθηκε στην ορκωμοσία μου. Δεν το είχα πει ούτε στη μάνα μου ούτε στον πατέρα μου. Είχαμε χρόνια φιλίας, όσα και τα χρόνια μοναξιάς του Μαρκές (γέλια).