O Τάσος Χαλκιάς παραχώρησε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην εφημερίδα On Time και τη δημοσιογράφο Σίσσυ Μενεγάτου με αφορμή την κωμωδία «Βότκα Μολότοφ». Ο αγαπημένος ηθοποιός αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην καλλιτεχνική του διαδρομή, την τηλεοπτική επιτυχία αλλά και την διαχείριση της αναγνωρισιμότητας.
Αν κι έχεις πρωταγωνιστήσει σε σπουδαίους ρόλους στο θέατρο, υπήρξες για μια ολόκληρη εποχή είδωλο της τηλεόρασης, ο «Σάκης ο υδραυλικός» σε κυνηγάει μέχρι σήμερα και συνέχισες και με άλλα σίριαλ…
Α πα πα πα, είδωλο! Οι Νεοέλληνες είναι «μανούλες» στο να κατασκευάζουν είδωλα και μετά από καμιά ώρα να τα… καταπίνουν οι ίδιοι. Δεν με αφορά καθόλου αυτός ο τίτλος. Ήμουν, δεν ήμουν, μου έχει περάσει τόσο ξώφαλτσα, που δεν με νοιάζει καθόλου. Και ούτε με επηρέασε καθόλου αρνητικά. Εγώ ήμουν ένα παιδί που δούλευα από τα επτά μου χρόνια στη μουτζούρα, στα καρβουνιάρικα του Πειραιά. Κάποιος, εκεί στην εφηβεία μου, μου έβγαλε μια φωτογραφία, όταν είχαμε κάνει κοπάνα και πήγαμε στη Φρεαττύδα να απολαύσουμε μια βουτιά, Κυριακή μεσημέρι. Την είδαν κάποιοι, ήμουν δεκαέξι χρόνων πιτσιρικάς τότε και άρχισαν να λένε, «βρε τι κορμί είναι αυτό; Πήγαινες γυμναστήριο;». Τους απάντησα, «εκείνη την εποχή, βρε βλίτα, δεν υπήρχαν τα γυμναστήρια. Υπήρχε μόνο η δουλειά. Το γυμναστήριο των νέων ανθρώπων ήταν η δουλειά». Δύσκολη χειρωνακτική εργασία. Οπότε, έχοντας περάσει από αυτό πολύ μικρός, η δόξα και η φήμη μού έκαναν εντελώς… κούκου κι έτσι δεν με άγγιξαν ποτέ.
Δηλαδή, πιστεύεις ότι ποτέ δεν καβάλησες καλάμι;
Ζούμε σε μια πατρίδα που έχει πάρει το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα». Όποιος λοιπόν μιλάει στην «Ψωροκώσταινα» για δόξες και καριέρες, είναι το λιγότερο χαμένος στον ορίζοντα. Σε αυτή την «μικρή» πατρίδα, όπου όλοι πρέπει να βάλουμε πλάτη – και οι κρατούντες μάς το φωνάζουν κάθε τόσο, «βρε βάλτε πλάτη, βάλτε πλάτη» – αυτός ο τόπος πάει μπροστά από την πλάτη που βάζει κάθε τόσο ο λαός του. Έχω βάλει λοιπόν τόσες φορές πλάτη, που ασ’ τα να πάνε στο διάολο. Τι δόξα να προσμένει κανείς και τι καριέρα να πάει να κάνει, όταν μονίμως τον καλούν να βάλει πλάτη, και αν δεν τον καλούν ακόμη, το αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Δεν βάζει γιατί είναι υπερήφανος, αλλά τουλάχιστον δεν βγάζει και το μάτι του αλλουνού, τον αφήνει να εργαστεί κι εκείνος.