«Η αδερφή μου μας έβαλε να πουλάμε τσιγάρα στην Ομόνοια! Ότι βγάζαμε…»
Έλληνας ηθοποιός εξομολογείται…
Στην εφημερίδα Espresso και την Τεριάννα Παππά έδωσε συνέντευξη ο Μανώλης Δεστούνης, ο οποίος μίλησε μεταξύ άλλων για τα παιδικά του χρόνια.
Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια σας;
Αν και καταγόμαστε από την Κεφαλονιά, είμαι ο μόνος από τα έξι αδέλφια μου που γεννήθηκα στην Αθήνα, είμαι Εξαρχειώτης. Στερνοπούλι και ορφανός από δύο χρόνων, ο χαϊδεμένος της μητέρας μου, την οποία όποτε θυμάμαι συγκινούμαι. Τη λέγανε Σωτηρία κι έτσι ονόμασα κι εγώ τον γιο μου Σωτήρη. Ο πατέρας μου είχε πάει στο χωριό, γιατί είχαμε Κατοχή, και πέθανε 56 χρονών από πρόβλημα στο στομάχι. Εγώ δεν τον γνώρισα. Η μάνα μου δούλευε καθαρίστρια και ξενόπλενε. Επειδή ήταν καλή μοδίστρα, μόλις τελείωνε τη ραπτική έμενε παραπάνω να καθαρίζει και το σπίτι, για να συμπληρώνει το μεροκάματο και να μας θρέφει. Είπαμε τότε να κάνουμε κι εμείς κάτι για να τη βοηθήσουμε. Η αδελφή μου, που είναι 10 χρόνια μεγαλύτερή μου, μας έβαλε με τον αδελφό μας, τον Γιώργο, να πουλάμε τσιγάρα σε Ομόνοια, Κάνιγγος, Πανεπιστημίου. Ο,τι βγάζαμε, πηγαίναμε στο ζαχαροπλαστείο και ταράζαμε το σάμαλι λόγω πείνας, κι έτσι γυρίζαμε σπίτι χωρίς φράγκο. Ή θα χωνόμασταν στο σινεμά το Ροζικλέρ, που έπαιζε δυο έργα καουμπόικα πάντα. Μας άρεσαν τα γουέστερν. Πουλάγαμε και κανένα τσιγάρο μέσα, ενώ άλλοι έψηναν ρέγκα στην εφημερίδα.
Πότε χάσατε τη μητέρα σας;
Ήταν σημαδιακή η χρονιά. Το 1984 έκανα την ταινία «Άλλος για τον Παράδεισο» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Νίκο Ρίζο. Εκείνη τη χρονιά έπαθα την τρίτη γαστρορραγία μου -από μικρός είχα έλκος στομάχου- και πέθανε κι η μανούλα μου. Μάλιστα, ήμουν στο Νοσοκομείο Ελπίς και ήρθε ο γαμπρός μου να με ειδοποιήσει ότι πέθανε η μάνα μου. Βγάλαμε τους ορούς, υπέγραψα για να μπορέσω να φύγω από το νοσοκομείο και να πάω στην κηδεία. Δεν το ξεχνάω ποτέ αυτό. Ήμουν 44 χρονών, μεγάλος, αλλά με νεανική καρδιά. Τη μάνα μου τη χάρηκα, τη γεύτηκα, την πήγα δύο φόρες στο Λονδίνο, στη Θεσσαλονίκη, στη Ρόδο αεροπορικώς, γιατί δεν είχε μπει ποτέ σε αεροπλάνο. Δόξα τω Θεώ τα μεγάλα χρόνια της τα ευχαριστήθηκε, δεν της έλειψε τίποτα.