Θέατρο: Σεργιάνι με την Ελεονώρα Αντωνιάδου στα Κόκκινα Φανάρια ενώ ηχούν παραλλαγές στο talk show
Το θέατρο πρωταγωνιστεί ξανά στο zappIT.
Εκλεκτές είναι οι προτάσεις για το θέατρο που σας φέρνουμε και αυτή την εβδομάδα, μέσα από το zappIT, για να προσφέρουν τροφή για σκέψη και συζήτηση στην έξοδο σας. Την πρώτη, μάλιστα, έχω την χαρά να την συμπαρουσιάσω με την Ελεονώρα Αντωνιάδου που «ντύνεται» την Ελένη στα κατά Βασίλη Μπισμπίκη «Κόκκινα Φανάρια» του Cartel.
Κόκκινα Φανάρια, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Αλέκου Γαλανού
Σάββατο και Κυριακή στον Τεχνοχώρο Cartel
«Δυόμιση χρόνια έχουν περάσει από τότε που ήρθε η πρόταση από τον Βασίλη Μπισμπίκη για τα Κόκκινα Φανάρια. Το είχε καιρό στο μυαλό του, το δούλευε και έχει ζήσει πολλά από όσα το έργο κουβαλάει. Ίσως ήταν ένας φόρος τιμής για εκείνον, ένα «ευχαριστώ». Μας πήρε από το χέρι, λοιπόν, σε αυτό το ταξίδι γιατί για τους περισσότερους ήταν κάτι άγνωστο και από την αρχή ήξερε πως θέλει να στήσει έτσι το έργο. Θεωρήσαμε πως αφού έχουμε δει την εκδοχή με τις σεξεργάτριες που είναι κλεισμένες παρά τη θέληση τους, στο σήμερα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε όσον αφορά τα τρανς άτομα που βιώνουν αυτό τον ρατσισμό στην καθημερινότητα τους» μου εξομολογείται η Ελεονώρα Αντωνιάδου για την ιδιαίτερη ματιά που φέρει το ανέβασμα στη γνώριμη ιστορία. «Πάντα όταν μου λέει ο Βασίλης την σκέψη του, πηγαίνω με κλειστά τα μάτια. Του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη μιας και έχουμε ξεκινήσει ουσιαστικά μαζί. Την πρώτη μου δουλειά την έκανα μαζί του και νιώθω την ασφάλεια πως δεν θα με αφήσει ποτέ να ανέβω στη σκηνή και να εκτεθώ».
Στην Ελένη της Ελεονώρας, την ηρωίδα δηλαδή που υποδύεται, προσωπικά διέκρινα όμορφες ευάλωτες πλευρές, έντονο συναισθηματικό φορτίο μα και στοιχεία κυνισμού. Πως την αγκάλιασε, όμως, η ίδια; «Τον ρόλο της Ελένης θα σου πω πως άρχισα να τον αγαπάω από πολύ νωρίς, από την πολύ αρχή. Μου αρέσει αυτό που υπογραμμίζεις γιατί και εγώ την είχα έτσι στο μυαλό μου. Σε αυτόν τον κόσμο που βρίσκεται, άλλωστε, θεωρώ πως αν δεν γίνεις σκληρός και κυνικός δεν μπορείς να επιβιώσεις. Στην πρώτη σκηνή βλέπουμε να την κανιβαλίζουν, να φεύγει τρέχοντας χωρίς να έχει τη δύναμη να εναντιωθεί σε όλους αυτούς. Όταν όμως της πατούν την ευαίσθητη χορδή, που λέγεται Πέτρος και είναι ο άνθρωπος που την έχει κάνει να ελπίζει ξανά στη ζωή και να ονειρεύεται, εκεί διαλύεται. Καταλαβαίνει πως δεν έχει να κάνει μόνο με τον εαυτό της αλλά και με τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Είναι ευαίσθητη, ευάλωτη, την βρίσκουμε επίσης σε μια περίεργη κατάσταση όπου την έχει παρατήσει ο έρωτας της και την έχει αφήσει έρμαιο των καταστάσεων».
«Την πετυχαίνουμε στη χρονική στιγμή που έχει απογοητευθεί από όλους και από όλα, συνειδητοποιεί ότι στον έξω κόσμο δεν μπορεί να φύγει και να πατήσει στα πόδια της. Τι δουλειά να κάνει; Που να πάει; Είναι η μοναδική στο μαγαζί της Μαντάμ Παρί που δεν πληρώνεται οπότε δεν μπορεί και να κάνει το κουμάντο της για να φύγει από εκεί. Γι’ αυτό έχει μείνει και νιώθω πως τιμωρεί τον εαυτό της για τις επιλογές της, σαν ένα αυτομαστίγωμα που νιώθει πως της αξίζει. Στο τέλος το γεγονός πως κλείνει το μαγαζί της Παρί μοιάζει σαν λύτρωση για την Ελένη. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε να φύγει ποτέ παρά θα άφηνε να πάει ίσως ακόμα πιο χαμηλά από ότι την βλέπουμε» σημειώνει η ηθοποιός.
Πόσο σκηνικό ρεαλισμό και ωμότητα, άραγε, μπορεί ο σημερινός θεατής να δεχθεί; «Ο θεατής μπαίνει στην αίθουσα και η ιστορία του κλιμακώνει τα συναισθήματα, σαν να βρίσκεται σε μια δύνη που τον παρασύρει. Αν με ρωτάς, Αλέξανδρε, θα ήθελα πολύ να ενοχληθεί από την παράσταση μας. Αισθάνομαι ότι αυτό που βλέπει σίγουρα τον ξεβολεύει και αυτό μου αρέσει. Ακόμα και αν τον ενοχλούν οι φωνές και οι εντάσεις, που του δημιουργούν ίσως μια ταχυπαλμία, παίρνει ένα πολύ μικρό λιθαράκι από αυτό που ζουν οι άνθρωποι εκεί μέσα. Από τη βαβούρα που έχουν δηλαδή μες στο κεφάλι τους για να επιβιώσουν, να ψάξουν για δουλειά, για στέγη, για τον επόμενο πελάτη στον οίκο. Ακόμα και το 1% να ζήσει ο θεατής, λοιπόν, κάτι έχει πάρει μαζί του φεύγοντας από το Cartel».
«Πιστεύω, όμως, πως η ωμότητα δεν μας σοκάρει ουσιαστικά. Δεν μας σοκάρει τίποτα. Έχουμε γίνει τόσο αναίσθητοι, βλέπουμε τα πάντα και απλά αλλάζουμε κανάλι για να πάμε στην επόμενη είδηση με τρομερή ευκολία. Έρχεται η μια κακή είδηση μετά την άλλη. Έχουμε εξοικειωθεί με την ωμότητα και πια δεν καταλαβαίνουμε τίποτα με την ψυχή μας. Αν τα καταλαβαίναμε, βέβαια, θα ήμασταν όλοι σε μόνιμη κατάθλιψη».
Ειδική μνεία ας επιτραπεί να κάνω, καθώς θεωρώ ότι αξίζει για την προσέγγιση του Βασίλη Μπισμπίκη, στη διατήρηση των βασικών αξόνων στους κεντρικούς ήρωες. «Η Ελένη δεν παρεκκλίνει από την ιστορία της. Δηλαδή όλη η διαδρομή που έχουμε δει στην κινηματογραφική εκδοχή από την Τζένη Καρέζη απλώνεται στη σκηνή. Απλά δεν βλέπουμε τις εξωτερικές σκηνές. Προσπαθήσαμε μέσα στο μαγαζί της Μαντάμ Παρί να κρατηθεί όντως ο άξονας που είναι γραμμένος από τον Αλέκο Γαλανό. Το ίδιο συμβαίνει στον ρόλο του Μιχαήλου, σε εκείνον της Μυρσίνης όπως και της Μαρίνας. Έχει κρατηθεί η διαδρομή των ρόλων, αλλά έχουμε γράψει ξανά τις σκηνές για να είναι ο λόγος στο σήμερα και μπαίνουμε σε μια queer πραγματικότητα όπου όλα είναι πιο υπερβολικά και μεγεθυμένα».
Κάτι που ασφαλώς λαμβάνει χώρα μέσα στο Cartel, όπου προβάλλονται όλα όσα η ηθοποιός μού αναφέρει, αλλά έξω ακόμα η αγκαλιά της πλειοψηφίας δεν μοιάζει τόσο μεγάλη στην αποδοχή της διαφορετικότητας. «Με πιάνει ειλικρινά θυμός γιατί δεν μπορώ να δεχθώ πως είμαστε στο 2022 και δεν είναι κάποιος ελεύθερος στην κοινωνία να αγαπάει αυτόν που θέλει, να ντύνεται όπως θέλει. Δεν γίνεται πια να ζούμε με το άγχος και τον φόβο για το «τι θα πει ο γείτονας» που στην Ελλάδα το έχουμε πια τόσο πολύ. Δεν γίνεται να νιώθεις τόσο σημαντικός με την ύπαρξη σου ώστε να επιβάλλεις στον διπλανό σου πως θα ζήσει».
Ευχαριστώντας από καρδιάς την Ελεονώρα Αντωνιάδου για αυτή την συμπαρουσίαση και τη νέα αντάμωση, μετά το ραδιοφωνικό Τέχνης Σεργιάνι, θα ήθελα με ευγένεια να ξεχωρίσω επίσης για την πραγματική βουτιά στις λεπτομέρειες τον Μάνο Καζαμία και τον Στέλιο Τυριακίδη στους απαιτητικούς ρόλους που παρουσιάζουν στη σκηνή του Cartel.
Αινιγματικές παραλλαγές, του Eric Emmanuel Schmitt
Τετάρτη με Κυριακή στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Μια συνέντευξη που οδηγεί σε ένα σκληρό παιχνίδι αλήθειας ενώ παράλληλα φανερώνει έναν τρυφερό και ευαίσθητο κόσμο φέρνουν στην σκηνή ο Σωτήρης Τσαφούλιάς και ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης. Σπουδαία, δε, η συμβολή στο απαιτητικό εγχείρημα του Γιάννη Μπέζου ο οποίος και επωμίζεται το βάρος του κεντρικού ρόλου στο έργο του Schmitt. Ένα έξοχης γραφής έργο, με συνεχείς ανατροπές και συναισθηματικές κορυφώσεις, που καταπιάνεται με τις έννοιες του διχασμού, της απομόνωσης, των ανθρωπίνων σχέσεων.
Ο Γιάννης Μπέζος μάς συστήνει με πινελιές ζηλευτές σε κάθε πτυχή του ήρωα του, τον Αμπέλ Ζνόρκο ο οποίος είναι ένας βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας. Ζει μόνος, αποτραβηγμένος στο Ροσβανοϋ, ένα μικρό νησί στη Θάλασσα της Νορβηγίας, αποφεύγοντας τα πάντα και ειδικά τους ανθρώπους. Έχοντας πρόσφατα εκδώσει το 21ο του βιβλίο που έχει γίνει τεράστια επιτυχία, ωστόσο, δέχεται να παραχωρήσει συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο που τον πολιορκεί από καιρό. Ο λόγος για τον Έρικ Λάρσεν, τον οποίο «ντύνεται» με σκηνική πυγμή και στιβαρότητα ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης. Πόσο τυχαία, όμως, τον επέλεξε τον δημοσιογράφο και πόσο τυχαία επέλεξε εκείνος τον συγγραφέα;
Γοητευτικό ταξίδι σε έναν κόσμο που ο χρόνος αλλά και ο άνθρωπος φτάνει στην πιο σημαντική στιγμή του μετά την γέννηση. Στην αγάπη και στο ποσό δύσκολα αλλά γενναία την ανακαλύπτεις και την αποδέχεσαι πριν σε προσπεράσει ο χρόνος. Όλα εκείνα που μας διχάζουν μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε όσα μας ενώνουν.
Μια σπουδαία πραγματικά θεατρική στιγμή που, δίχως άλλο, θα συστήσω από καρδιάς σε κάθε θεατρόφιλο να κάνει δώρο στον εαυτό του. Θέατρο με κεφαλαία γράμματα σε όλους τους τομείς με αρχή, βεβαίως, τον λόγο. Ερμηνείες, σκηνοθεσία, χρώματα απολαυστικά στη σκηνή και ένας Γιάννης Μπέζος από τα παλιά να τον πιεις στο ποτήρι!
Talk Show, του Βασίλη Μαγουλιώτη
Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο Αθηναΐς
Μια διαφορετική πρόταση με μεγάλο ενδιαφέρον έρχονται να μας παρουσιάσουν ο Γιώργος Κουτλής και ο Βασίλης Μαγουλιώτης στη σκηνή της Αθηναϊδας κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Σαν μια καφκική κωμωδία τηλεοπτικής (υπο)κουλτούρας χαρακτηρίζουν οι ίδιοι το Talk Show και δεν θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω απολαμβάνοντας το.
Ένας εκκεντρικός οικοδεσπότης μας καλωσορίζει στο συναρπαστικό του late night talk show και η σκηνή μετατρέπεται σε τηλεοπτικό πλατό. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις έρχεται και ο καλεσμένος του, τον οποίο όμως διακρίνει μια… μικρή λεπτομέρεια! Δεν γνωρίζει γιατί βρέθηκε εκεί και δεν μπορεί εύκολα να αντιληφθεί τον λόγο. «Τι συναισθήματα σου προκαλεί η θέα ενός αναποδογυρισμένου χρυσομπάμπουρα στο μπαλκόνι σου μες στο κατακαλόκαιρο;» τον ρωτάει κάποια στιγμή απρόσμενα ο παρουσιαστή και κείνος απορεί.
Τι μένει άραγε όταν όλα γκρεμίζονται και όλα αποδομούνται; Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως προσπαθεί μας εξηγήσει αυτή η φαινομενικά ακίνδυνη τηλεοπτική συγκυρία. Σε αυτήν συναντάμε τον Στέλιο Ιακωβίδη σε ένα, ας μου επιτραπεί ο όρος, one man show να σαρώνει την σκηνή αξιοποιώντας όλα τα ερμηνευτικά του όπλα. Πηγαίο θεατρικό ταλέντο, εύγε! Άξιοι συνοδοιπόροι πλάι του ο Άρης Μπαλής και ο Πανάγος Ιωακείμ που έρχονται να ταρακουνήσουν έστω και για τα λίγα λεπτά που διαρκεί η παράσταση, τον θεατή και να τον κάνουν να μπει σύντομα σε πιο απομακρυσμένα μονοπάτια ουσιαστικής σκέψης.