Θέατρο: Σεργιάνι… εντελώς στα μονοπάτια της κατάθλιψης με πινελιές ανησυχίας

θέατρο

Με σιχάθηκα αλλά και πάλι όχι εντελώς, Δευτέρα και Τρίτη στο Tempus Verum Εν Αθήναις

Η νέα γενιά φέρνει νέα… ματιά, πιο φρέσκια ενδεχομένως, στο θέατρο συνηθίζουμε να λέμε και ευτυχώς έρχονται συχνά στο καλλιτεχνικό μας γίγνεσθαι αποτελέσματα τα οποία και το επιβεβαιώνουν. Ένα τέτοιο, λοιπόν, σας φέρνω αγαπητοί φίλοι σήμερα μέσα από το Σεργιάνι του zappIT. Ο λόγος για την παράσταση «Με σιχάθηκα αλλά και πάλι όχι εντελώς» η οποία ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κρίστελ Καπερώνει στη σκηνή του Tempus Verum Εν Αθήναις.

Τι σημαίνει να είσαι τριάντα και κάτι χρονών, σήμερα, στην Ελλάδα αποφασίζουν να εξερευνήσουν τέσσερα κορίτσια με ταλέντο, καλλιτεχνική ορμή και αξιοζήλευτη διάθεση.

Η Κρίστελ Καπερώνει επιλέγει να βρεθεί στο σκηνοθετικό τιμόνι του εν λόγω καραβιού στο οποίο το πλήρωμα αποτελείται από την Νάστια Βραχάτη, την Τζωρτζίνα Λιώση και την Ηρώ Πεκτέση. Όπλο και των τεσσάρων είναι η αιχμηρή και καθ’ όλα πρωτοποριακή γραφή της Λένας Κιτσοπούλου μέσα από τα κείμενα «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α», «Το πράσινο μου φουστανάκι» και ο «Κατάθλας». Οι τρεις ηθοποιοί στη σκηνή αγωνίζονται να επικοινωνήσουν τις ανησυχίες τους και να καταλάβουν πώς γίνεται μια ηρωίδα να αισθάνεται τόσο έντονα την μοναξιά ανάμεσα στο πλήθος. Όλη η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα προ λεπτών, ωρών, ημερών, εβδομάδων, μηνών, χρόνων κλειστό νυχτερινό μαγαζί που βρίσκεται οπουδήποτε και εκείνες συναντιούνται απρόσμενα μα ουσιαστικά κάποιο ξημέρωμα.

Τριάντα κάτι χρονών στην Ελλάδα μοιάζει να σημαίνει γεμιστά, Εξάρχεια, ουίσκια, ένα τελευταίο τσιγάρο και φύγαμε, κάποιος φίλος που έχει σκοτωθεί, διακοπές, θερινό σινεμά, άπνοια, μποτιλιάρισμα, ονόματα, αδέσποτα, μοναξιά, παρέα, βρόμα, απεργία οι σκουπιδιάρηδες, γέρος στο παγκάκι, γέρος στην στάση λεωφορείου, κλαμμένη στην Κυψέλη, χωρίς στόχο, χωρίς ελπίδα, μαλάκες, μαλάκες, χιλιάδες μαλάκες παντού, κόρνες, κούραση, απογοήτευση, αγκαλιά, φιλί, πρώτο φιλί, δεύτερο φιλί, εκατομμυριαστό φιλί, η μάνα μου, η φωνή της μάνας μου, έχω καιρό να μιλήσω με τον πατέρα μου, οικειότητα, φίλοι χρόνων, μαλάκα δεν έχεις αλλάξει καθόλου, να τα πούμε σύντομα, ύπνος, ιδρώτας, τά’χα, τα χάλασα, τα ξανάφτιαξα, μάτι, μάτια, μάτια, νεκροταφείο, άγνοια, φόβος, κατάθλιψη, αυτοάνοσα, εγώ μικρή, εγώ μεγαλύτερη, εγώ όπως είμαι τώρα.

Με έντονη τη διάθεση να επικοινωνήσει θέματα που… βάζουν το μαχαίρι, λίγο πιο βαθιά, στον εσωτερικό κόσμο της γενιάς της, η γυναικεία ομάδα είναι συμπαγής προς την ομοιογένεια και ακολουθεί κοινή ερμηνευτική γραμμή από το ξεκίνημα ως το κλείσιμο. Η Νάστια Βραχάτη με εκπλήσσει προσωπικώς, εκ νέου, πολύ ευχάριστα για την σκηνική της ωριμότητα παρά το νεαρό της ηλικίας και την δυνατότητα προσαρμογής σε διαφορετικούς πλην απαιτητικούς ρόλους ενώ η Τζωρτζίνα Λιώση «κερδίζει» το βλέμμα, σε ένα εξαίσιο ρίσκο καλλιτεχνικό για την ίδια, μιας και κατορθώνει να αντικατοπτρίζεται η εις βάθος δουλειά που έχει καταβάλει στην ηρωίδα της. Επίσης, η Ηρώ Πεκτέση ακολουθεί και συμπαίζει ορθά έχοντας το δύσκολο κομμάτι της «υποδοχής» των… θαμώνων και της εισαγωγής στην ιστορία.

Με εξαίρεση σημεία που ενδεχομένως να μην «διάβαζα» κατά τον ίδιο τρόπο στην προσέγγιση των κειμένων, στη σκηνοθετική ματιά η Κρίστελ Καπερώνη βγάζει δίχως άλλο το καλύτερο των ηθοποιών της ενώ παράλληλα περνάει με σαφήνεια και ομαλότητα στο θεατή τον λόγο της Κιτσοπούλου. Στο μπουζούκι επί σκηνής βρίσκεται ο Πέτρος Δημητρακόπουλος, ο οποίος ντύνει τις σιωπές και τις σεναριακές γέφυρες, την κινησιολογία υπογράφει η Χριστίνα Μαριάνου, τα σκηνικά ο Στέφανος Λώλος και τα κοστούμια ο Σπύρος Σαββίνος.

Μια παράσταση που σίγουρα θα σας προβληματίσει, ως οφείλει άλλωστε κάθε τι θεατρικό που έχει λόγο να ανεβαίνει στη σκηνή, εφοδιάζοντας σας με αρκετή τροφή για συζήτηση μετά την αποχώρηση από τον ατμοσφαιρικό, πέτρινο χώρο στο Γκάζι.