Σοκάρει η Βασιλική Τρουφάκου για τον 30ωρο τοκετό της: «Κρύωνα, έκανα εμετούς, ένιωθα ότι πέθαινα»
"Θυμάμαι να σκέφτομαι αν θα φέρουν έναν γιατρό να με δει. "Αφού πεθαίνω, δεν τους ενδιαφέρει;" αναρωτιόμουν" περιγράφει η Βασιλική Τρουφάκου.
Την Βασιλική Τρουφάκου υποδέχθηκε η Τζένη Θεωνά, το απόγευμα του Σαββάτου, στο νέο επεισόδιο για την εκπομπή «Μαμα-δες» στην ΕΡΤ. Σαν νέα μανούλα, άλλωστε, η εντυπωσιακή ηθοποιός είχε πολλά να μοιραστεί με την καλή της φίλη ενώ έμελλε να την ξαφνιάσει με όσα περιέγραψε λεπτομερώς για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στις ώρες του τοκετού.
Ειδικότερα, η Βασιλική Τρουφάκου σημείωσε χαρακτηριστικά πως «ο τοκετός μου κράτησε κάτι παραπάνω από 30 ώρες! Με έπιασαν οι πόνοι την ημέρα της μητέρας, ανήμερα, στις 7 το πρωί μετά από χαζοξενύχτι, πονούσα, πήρα τη μαία και της είπα ότι «νομίζω πως συμβαίνει αυτό». Παίρνω τη γιατρό και μου είπε, «θα το δεις μέχρι το μεσημέρι, είτε θα σταματήσει είτε θα κορυφωθεί». Δεν σταμάτησε ούτε κορυφώθηκε όμως, δηλαδή πονούσα πολύ αλλά σταθερά, χωρίς να κόβομαι στα δύο».
«Κάποια στιγμή πάω με πολύ βαριά καρδιά στο μαιευτήριο, έξαλλη γιατί είχα αρχίσει να πονάω πολύ στο 12ωρο, πήγαινα με νεύρα γιατί ήθελα να πάω πιο μετά. «Γιατί με πάνε από τώρα; Μια χαρά είμαι» σκεφτόμουν. Με εξετάζουν λοιπόν και μου λένε, «έχεις διαστολή 3 εκατοστά οπότε δεν πας πουθενά». Με ντύνουν, ανακουφίστηκε και ο σύντροφος μου ο οποίος ήταν επίσης έξαλλος πια και μετά κόλλησε ο τοκετός».
«Μέχρι τα ξημερώματα δεν έσπαγαν τα νερά, δεν ήθελα να μου κάνουν επισκληρίδειο ενώ… ήθελα να μου κάνουν επισκληρίδειο, γιατί δεν είμαι από αυτές που θέλουν να το ζήσουν. Κάποια στιγμή επιτέλους σπάνε τα νερά αλλά στη διαστολή, 5 ή 6, έχει κολλήσει ο τοκετός».
«Εκεί πια ξεκινάει το ανάποδο, ενώ ήθελα πάρα πολύ να γεννήσω φυσικά. Είχα κλείσει ένα 24ωρο χωρίς φαγητό οπότε πεινούσα τρομερά και έκανα εμετούς. Τα ξημερώματα κάπου κρύωνα, έκανα εμετούς, ένιωθα ότι πέθαινα» πρόσθεσε επίσης η Βασιλική Τρουφάκου στη νέα της συνέντευξη στη δημόσια τηλεόραση. «Θυμάμαι να σκέφτομαι αν θα φέρουν έναν γιατρό να με δει. «Αφού πεθαίνω, δεν τους ενδιαφέρει;» αναρωτιόμουν, γιατί αισθανόμουν ότι σβήνω κάπως».