Στο Down Town Κύπρου και τον Γιάννη Χατζηγεωργίου μίλησε η Ζωζώ Σαπουντζάκη, η οποία είδε το σπίτι της στην Κινέτα να γίνεται στάχτη στην καταστροφική πυρκαγιά που έπληξε την Κινέτα.
Πότε είδατε το σπίτι;
Σήμερα (σ.σ Τρίτη) στις 6:30 το πρωί. Ήμουνα στο σπίτι από νωρίς κι έφυγα, γιατί είδα τη φωτιά από πάνω. Σκέφτηκα να πάρω κάτι μαζί μου φεύγοντας, έναν πίνακα, κάτι που να ‘χε σημαντική αξία για μένα. Δεν πήρα τίποτα. Σηκώθηκα κι έφυγα.
Μέσα στο σπίτι ήταν και τα παλιά φορέματά σας;
Τα φορέματα όχι. Σώθηκε το βεστιάριό μου. Αλλά μέσα στο σπίτι υπήρχαν οι πίνακές μου, τα πορτρέτα μου, οι φωτογραφίες μου, οι δίσκοι μου – όλο το υλικό που είχα, ήταν μέσα σ’ αυτό το σπίτι, στο σπίτι μου το καλό. Έχω κι ένα σπίτι στην Αθήνα, αλλά το σπίτι που αγαπούσα ήταν η Κινέτα. Αυτή τη στιγμή γυρίζω μ’ ένα φόρεμα. Γιατί όλα τα καλά πράγματα τα είχα στην Κινέτα – τις γούνες μου, τα παπούτσια μου, τα πάντα. Τώρα στην Αθήνα δεν έχω τίποτα. Δύο μέρες κυκλοφορώ μ’ ένα φόρεμα. Δεν έχω τίποτ’ άλλο.
Τι αισθανθήκατε μόλις είδατε το καμένο σπίτι;
Συντρίμμια! Τι να νιώσω;
Τι σκέφτεστε να κάνετε τώρα;
Τίποτα… Αυτή τη στιγμή το μόνο που σκέφτομαι είναι να είμαι καλά. Τίποτε άλλο. Σκέφτομαι επίσης τα κειμήλιά μου, τα πράγματα αυτά που δεν τα ‘χω πια. Ό,τι είχα έγινε στάχτη. Ό,τι αγαπούσα. Οι φωτογραφίες μου, τα μπαούλα, τα δώρα… Όλα! Χίλια δυο πράγματα. Όλες μου οι αναμνήσεις έγιναν στάχτη. Από παιδάκι που δούλευα, όλα τα έβαζα μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Διάλεγα πάντα τα καλύτερα πράγματα… Από την Πόλη, θυμάμαι, κουβαλούσαμε με τη μάνα μου ένα τεράστιο χαλί… Τι να σας πρωτοπώ.
Σαν να χάσατε τη ζωή σας;
Σαν να χάθηκε κάτι από μέσα μου. Κάτι που λάτρευα! Ήταν πράγματα που τα διάλεγα, τα έψαχνα, τα πλήρωνα και τα χαιρόμουνα. Δούλεψα σκληρά από παιδάκι κι όλη μου η χαρά ήταν αυτά τα πράγματα. Ευτυχώς, μπόρεσα και έσωσα το βεστιάριό μου – αυτό σώθηκε. Μόνο αυτό. Τίποτε άλλο.
Το πιο πολύτιμο που είχατε και χάθηκε πια, ποιο ήταν;
Μία βούρτσα, απ’ αυτές που βουρτσίζεις τα ρούχα. Έγραφε «Ζωζώ». Κίτρινη η βούρτσα, μαύρο το «Ζωζώ». Μου την είχε φέρει ένα κουτσό παιδάκι, 17 χρονών, τότε στον Πειραιά που δούλευα, κοπελίτσα. Μου το ‘κανε δώρο. Και μου πε: «Το δούλεψα εγώ, με τα χεράκια μου!». Ό,τι πιο πολύτιμο είχα. Κάηκε κι αυτό.