Η Ειρήνη Μαρμαρινού και ο ανιψιός της, Λάμπρος Πρωτονοτάριος, βρήκαν φρικτό θάνατο το Νοέμβριο του 2015 στην Αίγινα, όταν οι ληστές που μπήκαν στο σπίτι τους, τους βασάνισαν και τους έκαψαν ζωντανούς.
Η Αγγελική Νικολούλη βρέθηκε στον ήσυχο οικισμό Άγιοι Ασώματοι, λίγο πιο έξω από την πόλη της Αίγινας, όπου διαπράχθηκε το άγριο διπλό φονικό. Με τον Θόδωρο Λέκκα μπήκαν στο ακατοίκητο σπίτι όπου παίχτηκε η τραγωδία, με θεία και ανιψιό. Καθώς η έρευνα για την εξιχνίαση του στυγερού εγκλήματος συνεχίζεται, τα πάντα στο εσωτερικό του έχουν μείνει ανέπαφα. Σαν ο χρόνος να πάγωσε… Τα σημάδια που άφησαν οι αστυνομικοί της Σήμανσης γύρω από το σπίτι και το αίμα των αθώων θυμάτων, είναι ακόμα εμφανή.
Με τη διήγηση του ο μάρτυρας γύρισε πίσω το ρολόι του χρόνου στις 30 Νοεμβρίου του 2015, ημέρα που η εκκλησία μας γιορτάζει τον Άγιο Ανδρέα… Η θεία του Ειρήνη Μαρμαρινού, γύρω στις οκτώ και τέταρτο το βράδυ, έφυγε από ένα φιλικό της σπίτι για να επιστρέψει στο δικό της, οδηγώντας το μηχανάκι της. Την ίδια ώρα οι δράστες είχαν μπει στη μονοκατοικία της, ακινητοποίησαν τον ανιψιό της Λάμπρο χτυπώντας τον άσχημα και περίμεναν την ίδια σε ένα καρτέρι θανάτου.
Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, το δίκυκλο της γυναίκας βρέθηκε πεσμένο στον κήπο, το ένα της παπούτσι δίπλα και το όλο σκηνικό μαρτυρούσε πως οι δολοφόνοι της την αιφνιδίασαν πριν μπει στο σπίτι. Οι κηλίδες από το αίμα της που εντοπίστηκαν κοντά στο σημείο, συνηγορούσαν στο σενάριο αυτό. Τα κλειδιά της μηχανής βρέθηκαν στο άδειο ρεζερβουάρ, κάτι που μαρτυρά πως οι δολοφόνοι ίσως χρησιμοποίησαν τη βενζίνη του δίκυκλου για να ολοκληρώσουν το μακάβριο έργο τους. Να κάψουν θεία και ανιψιό μετά τα άγρια βασανιστήρια.
Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν ανοικτή σε αντίθεση με την πλαϊνή μπαλκονόπορτα που είχε παραβιαστεί. Παρά το γεγονός πως τα σκυλιά γαβγίζανε, οι γείτονες δεν άκουσαν φασαρία, γιατί εκείνη την ημέρα είχαν γιορτή. Από τον έναν καναπέ του σαλονιού, έλειπε ένα ξύλινο χερούλι που βρέθηκε από τους συγγενείς στο χολ. Οι ίδιοι δεν αποκλείουν το γεγονός να χτυπήθηκε με αυτό στο κεφάλι το ένα από τα δύο θύματα. Θεία και ανιψιός είχαν μαρτυρικό τέλος. Αφού βασανίστηκαν για να δώσουν πιθανότατα πληροφορίες για χρήματα που υπήρχαν στο σπίτι, αφέθηκαν στην πίσω κρεβατοκάμαρα όπου οι δράστες τους έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν.
Η Ειρήνη Μαρμαρινού σύμφωνα με τον συγγενή που μίλησε στην Αγγελική Νικολούλη, δεν δεχόταν επισκέψεις , ούτε εργάτες στο σπίτι της. Η άτυχη γυναίκα για χρόνια διατηρούσε ένα κατάστημα με σουβενίρ σε κεντρικό σημείο στο λιμάνι της Αίγινας, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια είχε αποταμιεύσει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, το οποίο πιθανά έκρυβε στο σπίτι της, χωρίς όμως να το έχει αποκαλύψει στους συγγενείς της. Τα χρήματα αυτά δεν βρέθηκαν.
«Ψάχνω την αλήθεια στα αποκαΐδια και στις στάχτες των ανθρώπων μου…»
Η αδελφή και ανιψιά των θυμάτων Νεκταρία Πρωτονοτάριου άνοιξε την καρδιά της στην Αγγελική Νικολούλη. Το σπίτι που έμελε να γίνει ο τάφος τους, είναι κομμάτι της παιδικής της μνήμης. Από τότε που οι γονείς της έφυγαν από τη ζωή, εκείνη και ο αδελφός της μεγάλωσαν με τη φροντίδα των συγγενών τους στην ίδια γειτονιά, που άλλοτε έσφυζε από ζωή.
«Δεν μπορώ να εξηγήσω όλα αυτά που συνέβησαν στην οικογένεια μου. Σ’ αυτό το σπίτι έμενε η θεία μου η Ειρήνη, που ήταν ανύπανδρη και το ‘χε φτιάξει με τους κόπους μιας ζωής. Ζούσε συντηρητικά και αθόρυβα χωρίς να ενοχλεί κανέναν, με τον σκύλο της που τον υπεραγαπούσε. Ο αδελφός μου ήρθε πρόσφατα εδώ και πριν έμενε με τους άλλους συγγενείς μας που χάθηκαν και οι δύο μέσα σε επτά μήνες. Το γεγονός αυτό τον σημάδεψε, γιατί είχαν πεθάνει και οι γονείς μας παλιότερα. Μια ζωή απώλειες και θάνατοι… Η μοίρα έπαιξε και σε εκείνον άσχημο παιχνίδι..Μια βδομάδα πριν το κακό, είχαμε το μνημόσυνο του θείου και μετά μπήκαν μες στο σπίτι και σκότωσαν δυο ανθρώπους… Μ’ αυτόν τον βίαιο και απάνθρωπο τρόπο», είπε σοκαρισμένη.
Οι δράστες πρέπει να γνώριζαν καλά τις κινήσεις των ενοίκων και τους είχαν στήσει καρτέρι θανάτου. «Ας υποθέσουμε πως είχαν την πληροφορία πως εδώ μέσα μπορεί η θεία μου να είχε κάποια χρήματα και μάλιστα σε μια εποχή που ίσχυαν τα capital control. Είναι δυνατόν να μπούνε μέσα και να τους ξυλοκοπήσουν με τέτοιο μένος μέχρι θανάτου; Την ώρα που οι γείτονες είχαν γιορτή, σ’ ένα σημείο τόσο κεντρικό; Τόσο θράσος; Δεν γνωρίζω ποια είναι η αλήθεια… Που να τη βρω μέσα στις στάχτες και τα αποκαΐδια δύο αθώων;», αναρωτήθηκε συγκινημένη.
Σε σχετική ερώτηση της Αγγελικής Νικολούλη αν έχουν σκεφτεί την περίπτωση οι δύο δράστες να μην ήθελαν χρήματα αλλά να αποσπάσουν μια πληροφορία ή να ζητήσουν κάτι άλλο, η μάρτυρας απάντησε: «Δεν πάει πουθενά το μυαλό μου… Στην οικογένεια μας δεν είχαμε έχθρες, ούτε αυτοί οι δύο αθώοι άνθρωποι είχαν παράνομες δραστηριότητες. Ούτε νονοί της νύχτας ήταν, ούτε εγκληματίες για να τους φερθούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Ακόμη κι οι εγκληματίες, τέτοιο τέλος δεν έχουν…».
Όταν η Νεκταρία έφτασε στον τόπο την μοιραία νύχτα, το σπίτι είχε τυλιχθεί στους καπνούς και είχε ήδη φτάσει εκεί η Πυροσβεστική. Η διήγηση της είναι συνταρακτική: «Σάστισα, προσπαθούσα να τους πω πως μέσα βρίσκονταν δύο άνθρωποι και χρειάζονταν βοήθεια και με συγκρατούσαν να μην πλησιάσω. Είδα την πλαϊνή πόρτα ανοικτή και το τζάμι σπασμένο, αλλά ο πυκνός καπνός έβγαινε από παντού. Κατευθύνθηκα προς τον διάδρομο νομίζοντας πως θα μπορούσα να ειδοποιήσω τον αδελφό μου. Όπως έπεφτε το φως από το στύλο του δρόμου, είδα ανακατεμένα πράγματα, πεσμένα κάτω. Παπλώματα, κουβέρτες, αναποδογυρισμένες καρέκλες, ένα σπίτι ανάστατο… Προσπάθησα να σπρώξω στην άκρη τα πεσμένα έπιπλα για να προχωρήσω και να πάω στο άλλο δωμάτιο, αλλά κάποιος με τράβηξε έξω. Τότε ήρθε και ο γιος μου που με είχε ακολουθήσει και είπε στον πυροσβέστη: «Γιατί δεν της λέτε την αλήθεια;». Δεν είχα δει τους ανθρώπους μου πουθενά μες στο σπίτι… Τότε μου είπαν πως είχαν τελειώσει μ’ αυτόν τον τρόπο… Δεν ήξερα αν έβλεπα εφιάλτη ή αν ζούσα μια πραγματικότητα. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου…».
«Δεν είχε εμπιστευτεί σε μένα τα λεφτά της…»
Η Αγγελική Νικολούλη στην επιτόπια έρευνα της εντόπισε έναν μάρτυρα – «κλειδί» που φέρεται να είχε καλές σχέσεις με την Ειρήνη Μαρμαρινού και να τη συμβούλευε σχετικά με τα χρήματα της.
Ο ίδιος δεν θέλησε να δεχτεί τη δημοσιογράφο στο χώρο του, αλλά εκείνη επέμεινε. Στον μεταξύ τους διάλογο που είναι χαρακτηριστικός και έγινε πίσω από μια τεράστια γκαραζόπορτα, διατήρησε την ίδια αρνητική στάση.
Αγγελική: Μπορώ να έρθω μέσα;
Μάρτυρας: Είναι τα σκυλιά. Δεν μπορείς να έρθεις μέσα. Ψήνω και θα μου καούν.
Αγγελική: Θέλεις να γυρίσεις τα ψητά σου και να έρθω;
Μάρτυρας: Πρέπει να τελειώσω. Δυστυχώς, δεν είναι κατάλληλη ώρα.
Αγγελική: Βοηθούσες την Ειρήνη; Σου είχε εμπιστευτεί χρήματα;
Μάρτυρας: Δεν μου είχε εμπιστευτεί ποτέ χρήματα. Εγώ νομίζω ότι δεν εμπιστευόταν ποτέ κανέναν. Δεν ήταν άνθρωπος να εμπιστευτεί κάποιον.
Αγγελική: Ξέρω πως έψαχνε να επενδύσει με υψηλό επιτόκιο και την είχες βοηθήσει… Ήσασταν φίλοι… Σου είχε εμπιστοσύνη…
Μάρτυρας: Τι δουλειά έχω εγώ με αυτά που μου λέτε; Δεν είχαμε φιλική επαφή. Ερχόταν, έφευγε, δεν μίλαγε ποτέ για αυτά τα θέματα. Δεν ξέραμε ούτε τι είχε, ούτε αν είχε, ούτε τι δεν είχε.
Αγγελική: Έπαιρνες εσύ τη σύνταξη της;
Μάρτυρας: Καμία σύνταξη δεν πήρα. Πήρα μόνο όταν είχε τα capital controls 40 ή 60 ευρώ.
Αγγελική: Κάνω μια προσπάθεια για να βρεθεί η αλήθεια και να βοηθήσουμε…
Μάρτυρας: Αυτή η υπόθεση νομίζω είναι στην ανάκριση. Ό,τι είχα να πω το είπα εκεί που πρέπει. Δεν έχω να πω κάτι. Με τους δημοσιογράφους δεν το έχω. Για μένα είναι ό,τι χειρότερο… Δεν μιλάω για εσάς. Γενικά.
Όταν στο τέλος η ερευνήτρια τον ρώτησε αν η άτυχη γυναίκα τον είχε επισκεφθεί την επίμαχη μέρα πριν βρεθεί δολοφονημένη, δεν της έδωσε καμία απάντηση…
«Η πόρτα ανοιχτή και ένα ποτάμι μαύρου καπνού ψηλά…»
Απέναντι από το σπίτι όπου συνέβη αυτή η ανείπωτη τραγωδία, μένει μια μάρτυρας που παλιότερα είχε απευθυνθεί στην Αγγελική Νικολούλη για να βρει τις ρίζες της.
Η αναζήτηση τότε της Φιωρής Πανταζή, είχε αίσιο τέλος καθώς με τη βοήθεια του «Τούνελ» βρήκε τη βιολογική της μητέρα και την αδελφή της. Δυστυχώς η μοίρα της έπαιξε το δικό της παιχνίδι καθώς η μητέρα της έφυγε από τη ζωή, μόλις πέντε μέρες αφού την βρήκε.
Τη μοιραία νύχτα στο σπίτι της είχαν μαζευτεί φίλοι για να γιορτάσουν την ονομαστική εορτή του γιου της. Η παρέα άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω στις οκτώ το βράδυ. Κανείς όμως δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Ούτε και στις εννέα και μισή που δέχτηκε κι άλλες επισκέψεις.
Ο πρώτος της καλεσμένος έφυγε λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ. Η μάρτυρας με το που άνοιξε την πόρτα για να τον συνοδέψει προς την έξοδο, μύρισε έντονα καμένο λάδι και είδε πυκνό μαύρο καπνό «σαν ποτάμι» όπως είπε χαρακτηριστικά, να βγαίνει από την πίσω μεριά του γειτονικού σπιτιού. Στην αρχή νόμιζε πως η γειτόνισσα της είχε ξεχάσει αναμμένη την κουζίνα και έτρεξε προς το σπίτι της.
«Πήδηξα τη μάντρα, ανέβηκα στην βεράντα και χτυπώντας τα πατζούρια, άρχισα να φωνάζω «Ειρήνη, Ειρήνη..». Κάλεσα την Πυροσβεστική, που ήρθε πολύ γρήγορα γιατί ο σταθμός βρίσκεται σε απόσταση πενήντα μέτρων. Περιμένοντας στο δρόμο για να δώσω οδηγίες στους πυροσβέστες πως να μπουν στο οικόπεδο του γειτονικού σπιτιού, παρατήρησα την πόρτα που ήταν ανοικτή. Μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν κάτι που δεν συνήθιζε η Ειρήνη. Τότε θορυβήθηκα και κάλεσα και την αστυνομία. Σε λίγη ώρα βγήκαν από το σπίτι οι πυροσβέστες που εντόπισαν τα πτώματα και μας είπαν να καλέσουμε ασθενοφόρο», ανέφερε.
Η ίδια περιέγραψε την κυρία Ειρήνη σαν μια ήσυχη γυναίκα που όλη μέρα ασχολούνταν με τον κήπο της και δεν ενοχλούσε κανέναν. Αναφέρθηκε και στο αγαπημένο σκυλί της που συνήθιζε να γαβγίζει έντονα ακόμα και σε ανθρώπους που γνώριζε. Όμως εκείνο το βράδυ δεν ακούστηκε.
«Φοβήθηκα μη τυχόν το σκυλί της κυκλοφορούσε ελεύθερο και μου ορμούσε, αλλά αυτό δεν ακούστηκε ούτε όταν άρχισα να βαράω τις πόρτες και να φωνάζω. Υποθέτω ότι οι δράστες το νάρκωσαν, γιατί την επομένη που ήρθαν από την φιλοζωϊκή να το πάρουν, ήταν υπερκινητικό και άγριο», τόνισε η μάρτυρας.
Ανέφερε πως κανείς από τους περίοικους δεν αντιλήφθηκε τι συνέβαινε στη γειτονιά, μέχρι που εμφανίστηκαν το πυροσβεστικό όχημα και τα περιπολικά της αστυνομίας. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχαν πλοία της γραμμής για να φύγουν οι δράστες από το νησί. Πιθανά να απομακρύνθηκαν με δικό τους σκάφος ή να έμειναν σε κάποιο ασφαλές γι αυτούς μέρος.
Έσκισαν μέχρι και πολυθρόνες για να βρουν αυτό που έψαχναν…
Οι δράστες στην προσπάθεια τους να βρουν αυτό που έψαχναν, έσκισαν μέχρι και τις ταπετσαρίες από πολυθρόνες.
Τις βιτρίνες με τα ασημικά αλλά και μια εικόνα αξίας, δεν τα άγγιξαν καθόλου, γεγονός που υποδηλώνει πως έψαχναν για κάτι συγκεκριμένο.
Σύμφωνα με τους συγγενείς κανείς δεν είδε κάτι, ούτε υπήρξε έστω και μια αξιόπιστη μαρτυρία που θα μπορούσε να φωτίσει το άγριο διπλό φονικό.
Η Αγγελική Νικολούλη με την Νεκταρία , την αδελφή και ανιψιά των θυμάτων, κατευθύνθηκαν στο σημείο που η θεία της συνήθιζε να αφήνει το δίκυκλο της κάτω από μια πρόχειρη κατασκευή στον κήπο. Το μηχανάκι είναι σήμερα αφημένο στο ίδιο σημείο που βρέθηκε μετά το φονικό. Δίπλα του είναι ακόμα οι σακούλες με τα μπουκάλια κρασί που της χαρίσανε σε φιλικό σπίτι πριν φτάσει στο δικό της κι έρθει αντιμέτωπη με τους δολοφόνους της.
«Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συμβεί κάτι ανάλογο στην κοινωνία της Αίγινας. Κλέφτες μπαίνανε κάπου, έπαιρναν ότι ήθελαν και έφευγαν. Δεν σκότωσαν ανθρώπους… Εμείς το μόνο που ζητάμε, είναι να εξιχνιαστεί αυτό το έγκλημα. Να συλληφθούν οι ένοχοι. Το κακό μας το έκαναν, χάσαμε δυο ανθρώπους μας… Αυτοί όμως κυκλοφορούν ελεύθεροι και κάποια στιγμή θα το επαναλάβουν…», τόνισε η Νεκταρία.
«Ήθελε να βάλει συναγερμό αλλά δεν πρόλαβε…»
Στη γειτονιά που παίχτηκε η ανείπωτη τραγωδία, οι κάτοικοι ακόμα δεν μπορούν να πιστέψουν το κακό που έγινε.
Κανείς όμως δεν είδε κάτι που να του κίνησε την περιέργεια.
Γείτονας από το διπλανό σπίτι που μίλησε στην Αγγελική Νικολούλη ανέφερε πως εκείνο το βράδυ δεν άκουσε ούτε φασαρία, ούτε τον σκύλο του θύματος να γαβγίζει. Δεν παρατήρησε καμία ύποπτη κίνηση ούτε την επίμαχη, ούτε τις προηγούμενες μέρες. Αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί το επόμενο πρωί που είδε τους αστυνομικούς και τον παπά της ενορίας.
Ούτε οι εργαζόμενοι στον γειτονικό φούρνο παρατήρησαν κάτι. Έμαθαν τι είχε γίνει στις τρεις το πρωί που πήγαν για δουλειά και είδαν αστυνομία έξω από το σπίτι.
Μια γειτόνισσα είπε στην Αγγελική Νικολούλη πως πριν γίνει το φονικό η Ειρήνη της είχε πει πως ήθελε να βάλει συναγερμό στο σπίτι της γιατί φοβόταν μην την κλέψουν. Δεν πρόλαβε όμως…
Όλοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο για τα θύματα και δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί δολοφονήθηκαν με τέτοιο μαρτυρικό τρόπο.
Ο Λάμπρος το μεσημέρι της μοιραίας μέρας είχε επισκεφθεί τον νονό του Παναγιώτη Ρόδη. Ο ηλικιωμένος είπε ότι δεν παρατήρησε κάτι ανησυχητικό στην συμπεριφορά του.
«Είναι φρικτό αυτό που έγινε. Δεν φτάνει που τους σκότωσαν, τους έβαλαν και φωτιά να τους κάψουν; Για όνομα του Θεού…», είπε χαρακτηριστικά.
«Η βάρκα δεν μετακινήθηκε εκείνη τη νύχτα»
Πηγή: anikolouli.gr