Ήταν Κυριακή της Αποκριάς στην παλιά πόλη της Λάρισας, όταν η Βάσω Κουκουνασούλη – Σιλεβίστα βγήκε για μια βόλτα… Κάθε μέρα που περνάει, η αγωνία για την οικογένεια της Βάσως κορυφώνεται.
Η ρεπόρτερ του «Τούνελ» βρέθηκε στη γειτονιά όπου μεγάλωσε στη Λάρισα απ’ όπου και εξαφανίστηκε. Εκεί στο πατρικό της σπίτι συνάντησε τον αδελφό της Ηρακλή Κουκουνασούλη. Οι δυο τους ήταν ιδιαίτερα δεμένοι παρά το γεγονός ότι ζούσαν σε διαφορετικές πόλεις. Ο πατέρας τους έφυγε από τη ζωή το περασμένο καλοκαίρι και τα δυο αδέλφια αποφάσισαν πριν από λίγο καιρό να μεταφέρουν την υπερήλικη μητέρα τους σε κλινική, προκειμένου να έχει τη καλύτερη δυνατή φροντίδα.
«Μια μέρα πριν γίνει η εισαγωγή, η Βάσω ήρθε από τη Λαμία στη Λάρισα όπως είχαμε συνεννοηθεί, για να βοηθήσει. Την παρέλαβα εγώ ο ίδιος από το σταθμό. Το βράδυ έμεινε μαζί με τη μητέρα μας και την επομένη την συνοδέψαμε στην κλινική. Δεν παρατήρησα να την απασχολεί κάτι. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Αυτό έγινε Παρασκευή. Τις δύο επόμενες μέρες στο πρωινό επισκεπτήριο πήγαμε ξανά στην κλινική και κανονίσαμε να συναντηθούμε το βράδυ της Κυριακής», ανέφερε ο αδελφός της αγνοούμενης μητέρας.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας γύρω στις έξι και δέκα, μίλησαν στο τηλέφωνο και συνεννοήθηκαν να βρεθούν αργότερα. Η Βάσω ήταν ακόμα στο πατρικό σπίτι. «Φτάσαμε εδώ γύρω στις οκτώ και τέταρτο. Κανένα φως δεν ήταν αναμμένο. Η γυναίκα μου χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν απάντησε κανείς και φύγαμε. Το τηλέφωνο της παρέμεινε απενεργοποιημένο και το επόμενο πρωί. Υπέθεσα πως είχε μείνει από μπαταρία, αν και ο φορτιστής της βρέθηκε στο σπίτι. Πήγαμε πάλι στο πατρικό με τη γυναίκα μου, δεν βρήκαμε τη Βάσω και κατευθυνθήκαμε στην κλινική. Ούτε εκεί ήταν. Ανήσυχος πια επικοινώνησα με τον σύζυγο και τους γιους της που ήρθαν στη Λάρισα», είπε ο αδελφός της.
Ρωτώντας και ψάχνοντας οι συγγενείς έμαθαν πως στις επτά παρά τέταρτο το απόγευμα της Κυριακής, η Βάσω μίλησε στο τηλέφωνο με μια φίλη της από τη Λαμία. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη της. Το τελευταίο στίγμα του κινητού της όπως προέκυψε από την άρση τηλεφωνικού απορρήτου, εξέπεμψε από τη γειτονιά του πατρικού της σπιτιού.
«Μιλούσε λαχανιασμένα πριν χαθεί…»
Τα δύο αδέλφια είχαν το καθένα από ένα κλειδί του πατρικού τους. Όταν οι συγγενείς μπήκαν στο σπίτι, όλα ήταν τακτοποιημένα. Τα ρούχα της αγνοούμενης μητέρας, η τσάντα με το πορτοφόλι και τα προσωπικά της έγγραφα βρέθηκαν εκεί και το κρεβάτι στο οποίο κοιμόταν, στρωμένο. Το μόνο που έλλειπε ήταν το κινητό της τηλέφωνο και το κλειδί του σπιτιού. Όλα έδειχναν πως έφυγε σαν να ήθελε να πεταχτεί κάπου και να ξαναγυρίσει.
«Εμείς μιλήσαμε μετά τις έξι. Σύμφωνα με μια γειτόνισσα που πέρασε από το σπίτι γύρω στις οκτώ το βράδυ, το φως ήταν αναμμένο. Περίπου είκοσι λεπτά αργότερα που ήρθα με τη σύζυγο μου, όλα τα φώτα ήταν σβηστά. Η φίλη της με την οποία μίλησε στο τηλέφωνο για τελευταία φορά, την άκουσε λαχανιασμένη και της είπε πως είχε βγει για μια βόλτα», ανέφερε στο «Τούνελ» ο αδελφός της.
Οι συγγενείς δεν κατάφεραν να εντοπίσουν κάποιον μάρτυρα στη γειτονιά που να την είδε εκείνο το βράδυ να βγαίνει από το σπίτι. Όταν χάθηκε η Βάσω φορούσε μαύρο παντελόνι, λευκή μπλούζα και ένα ανοιχτό καφέ μπουφάν. Το ύψος της είναι 1.65. «Έχουν περάσει πολλές μέρες και το μυαλό μου πηγαίνει στο κακό…», είπε θλιμμένος ο αδελφός της αγνοούμενης μητέρας.
«Φοβόταν να μείνει μόνη της στο σπίτι…»
Η φίλη της αγνοούμενης Ευγενία Νταφούλη μίλησε στο «Τούνελ» από την παλιά τους γειτονιά. Οι όμορφες παιδικές της μνήμες με τη Βάσω, αντικαταστάθηκαν με αγωνία και αναπάντητα ερωτήματα. Η ίδια μετέφερε στην εκπομπή τη στεναχώρια της Βάσως που δεν εργαζόταν, για να μπορέσει να υποστηρίξει οικονομικά τον αδελφό της που είχε επωμιστεί τα έξοδα της φροντίδας των ηλικιωμένων γονιών τους. Όπως είπε, το τελευταίο διάστημα συναντούσε συχνότερα την αγνοούμενη που πήγαινε από τη Λαμία όπου έμενε στη Λάρισα, για να καλύψει τα ρεπό της γυναίκας που πρόσεχε τη μητέρα της.
«Η Βάσω φοβόταν να μείνει μόνη και ήθελε πάντα να έχει παρέα στο σπίτι. Ήξερε ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ζητήσει τη βοήθεια μου, αφού μένω δυο σπίτια παρακάτω… Ήταν πάρα πολύ διακριτικός άνθρωπος, που δεν ανοιγόταν εύκολα και δεν θα ενοχλούσε σε καμία περίπτωση. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ήρθε στη Λάρισα και δεν μου τηλεφώνησε. Εγώ έφυγα για το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας. Δεν πιστεύω πως θα απομακρυνόταν μόνη της. Τις πρώτες μέρες που έμαθα για την εξαφάνιση ήμουν τρομαγμένη πως κάποιος της έκανε κακό. Δεν μπορούσα να φανταστώ έναν λόγο που θα την ανάγκαζε να φύγει με αυτόν τον τρόπο. Θα σκεφτόταν τα παιδιά της που λάτρευε. Δεν θα τους άφηνε σε τέτοια αγωνία… », ανέφερε η φίλη της.
Γνωρίζοντας πως επισκεπτόταν συχνά έναν πνευματικό στη Λαμία, συγγενείς και φίλοι αναζήτησαν τη Βάσω και σε μοναστήρια της περιοχής. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό.
Περπατούσε στο δρόμο και άνοιξε η γη και την κατάπιε…
Με την βοήθεια της κάμερας, η ρεπόρτερ του «Τούνελ» μαζί με τον Ηρακλή Κουκουνασούλη κατέγραψαν τις πιθανές διαδρομές που θα μπορούσε να ακολουθήσει η αγνοούμενη γυναίκα όταν έφυγε πεζή από το πατρικό της. Πολύ κοντά βρίσκεται η διασταύρωση που δεξιά οδηγεί στον Τύρναβο, αριστερά στο σπίτι του αδελφού της και στο κέντρο της πόλης. Ευθεία, ο επαρχιακός δρόμος κατευθύνεται προς το φράγμα του Πηνειού ποταμού, που απέχει περίπου επτά λεπτά με τα πόδια από το πατρικό της σπίτι.
Στη διαδρομή αυτή δεν υπάρχουν κάμερες ασφαλείας, ούτε φωτισμός και αργά το απόγευμα που υπολογίζεται πως χάθηκε η Βάσω, είχε ήδη σκοτεινιάσει και η κίνηση ήταν περιορισμένη. Παρά τις εντατικές έρευνες στο φράγμα και κατά μήκος του ποταμού, δεν υπήρξε αποτέλεσμα.
Δεν βρέθηκε κάτι ούτε από την άλλη πλευρά του ποταμού κοντά στο κέντρο της πόλης, όπου με εντολή της αστυνομίας η αρμόδια υπηρεσία σταμάτησε την ροή του νερού. Δεν υπήρξε μαρτυρία ούτε από οδηγό ταξί που πιθανά να την μετέφερε σε κάποιο άλλο σημείο, παρά το γεγονός πως η εξαφάνιση δημοσιοποιήθηκε άμεσα τόσο στο διαδίκτυο, όσο και με αφίσες που τοποθέτησαν σε όλη την πόλη.
Πηγή: anikolouli.gr