Ένας εκ των επιβατών του 3ου βαγονιού, ο Θεόδωρος Κατσιούλης, μίλησε στο «Πάμε Δανάη» και τη Δανάη Μπάρκα για το μοιραίο βράδυ της σύγκρουσης των τρένων στα Τέμπη.
Ο κ. Κατσιούλης στάθηκε τυχερός και επέζησε του τραγικού δυστυχήματος. Πολλοί συνέπιβάτες του όμως δεν τα κατάφεραν. Ο επιζών, με τρεμάμενη φωνή, μίλησε για τις τραγικές στιγμές που βίωσε ενώ βρισκόταν στο 3ο βαγόνι του μοιραίου τρένου.
«Θέλω να μεταφέρω την αμέριστη μου συμπαράσταση στις οικογένειες των θυμάτων. Η καρδιά μου είναι μαζί τους. Είχα να μπω σε τρένο από το 1985. Έπαιρνα πάντα το λεωφορείο, αλλά μου είπαν πολλοί ότι ήταν γρήγορο και ευχάριστο το τρένο. Το αποφάσισα τελευταία στιγμή. Είχα την θέση 41 στο τρίτο βαγόνι. Ήθελα να γυρίσω τη Δευτέρα και αναγκαστικά με έβαλαν την Τρίτη», είπε αρχικά ο Θεόδωρος Κατσιούλης.
Ο Θεόδωρος Κατσιούλης είπε στη συνέχεια: «Ξεκίνησε το τρένο από τον σταθμό Λαρίσης στις 19:20 με πολύ κόσμο. Η πρώτη καθυστέρηση έγινε στα Παλαιοφάρσαλα. Κατεβήκαμε από το τρένο και εγώ πήγα μπροστά προς τον οδηγό. Ο μηχανοδηγός είχε ανοιχτή την πόρτα και άκουσα για βλάβη σε κάτι καλώδια. Συνέχισα να προχωράω στα βαγόνια και είδα τους επιβάτες και την καφετέρια με τους δυο εργαζομένους.
Όλοι οι επιβάτες ήταν χαρούμενοι και νέα παιδιά. Είχαμε γνωριστεί με κάποιους συνεπιβάτες. Διπλά μου κάθονταν δυο παιδιά από την πόλη μου. Ξαναείδα τα αδέρφια μετά το δυστύχημα. Ένα παιδί που καθόταν πίσω μου νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με έγκαυμα στο πρόσωπο. Όταν ξεκίνησε το τρένο από τη Λάρισα άκουσα κάτι ήχους σαν να άλλαζε γραμμή. Την ώρα που κάθισα στην θέση μου με το κινητό έγινε η σύγκρουση».
Ο Θεόδωρος Κατσιούλης πρόσθεσε στη συνέχεια: «Από την σύγκρουση, δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα. Έπεσα κάτω από τα καθίσματα. Άνοιξα τα μάτια μου μετά από 10 δευτερόλεπτα και βλέπω τα πάντα ήταν μαύρα και υπήρχε καπνός. Αναρωτιόμουν τι έγινε. Τα πρώτα δευτερόλεπτα υπήρχε απολυτή σιωπή και μετά ουρλιαχτά. Εκεί λέω θα πεθάνω και ξεκίνησα να προσεύχομαι. Η σκέψη μου ήταν στα αγαπημένα πρόσωπα. Με βάραινε πολύ εκείνη την στιγμή το αν έχω προλάβει να συγχωρέσω και να συγχωρεθώ. Ξεκίνησαν να τρέχουν αίματα πάνω μου. Με ποδοπάτησαν κάποια κορίτσια και φωνάζαν ότι είμαστε εγκλωβισμένοι. Δεν υπήρχε φωτιά στο βαγόνι μας, μόνο καπνός. Ένα παιδί σκαρφάλωσε και έσπασε το παράθυρο με ένα σίδερο. Ανέβηκε μια κοπέλα και πήρα θάρρος να πηδήξω και εγώ».
Ποια ήταν η πρώτη του σκέψη μετά το δυστύχημα; «Μου ζήτησε μια κυρία να βοηθήσω το κοριτσάκι της να βγει. Μετά βγήκε και η μητέρα με το άλλο παιδάκι της. Υπήρχαν άνθρωποι που φωνάζαν βοήθεια. Άλλοι ήταν πεσμένοι κάτω και ζητούσαν μπουφάν. Ξαναγυρίσαμε να βοηθήσουμε όποιον φώναζε για βοήθεια. Παρόλο που η πρώτη σκέψη ήταν να φύγουμε να σωθούμε, όλοι καθίσαμε να απεγκλωβίσουμε κόσμο.
Ήρθε η πυροσβεστική και οι διασώστες με σχοινιά για να ανέβουμε. Εγώ δεν μπορούσα να περπατήσω, γιατί ζαλιζόμουν και με πήρε στην πλάτη του ένα παιδί. Είδα τον θάνατο μπροστά μου. Γλίτωσα και νιώθω τυχερός. Αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω ποσό σημαντικός είναι ο αέρας που αναπνέουμε. Όταν βγήκαμε πάνω στον δρόμο, είδα την κυρία με τα παιδάκια που βοήθησα και με ευχαρίστησε από μακριά».
«Περάσαμε με τον γιο μου από το ΑΤ Τεμπών και ήταν μια οικογένεια που έψαχνε την κόρη της. Εκεί συγκινήθηκα πάρα πολύ», είπε κλείνοντας ο Θεόδωρος Κατσιούλης.