Ο ηθοποιός Γιώργος Βασιλείου έχει μία ζωή που θα μπορούσε να είναι κινηματογραφική ταινία. Σε συνέντευξη του στο περιοδικό YOU και στον Ανδρέα Θεοδώρου, ο ηθοποιός μιλά για τις δύσκολες στιγμές που έζησε από τα παιδικά του χρόνια, τις ημέρες του στο κελί, αλλά και για το βράδυ που έμεινε άστεγος…
Η ζωή σας δεν ήταν εύκολη…
Ήταν πάρα πολύ δύσκολη, γιατί γεννήθηκα στην επαρχία και παρότι κατάγομαι από οικογένεια στρατιωτικών, η ζωή τα έφερε έτσι που βρέθηκα 8 ετών να χωρίζουν οι γονείς μου. Όταν πέθανε και ο πατέρας μου, με μεγάλωσε η γιαγιά, η μητριά και η θεία μου. Τρεις γυναίκες που λάτρεψα και ήταν ο λόγος για να αγαπήσω όλες τις γυναίκες του κόσμου.
Το διαζύγιο των γονιών σας σας κόστισε;
Φυσικά. Στη Λαμία εκείνη την εποχή ήμουν δαχτυλοδεικτούμενος. Κατά κάποιον τρόπο δέχτηκα bullying και κάποιοι συγχωριανοί μου προσπάθησαν να μου ασκήσουν και σωματική βία. Παρότι προσπαθούσε να τους αποφύγω ευγενικά, όταν είδα την αγριότητα στο μάτι τους τούς έκανα μαύρους στο ξύλο. Δεν πρόλαβαν να σηκώσουν ούτε το χέρι τους. Λυπάμαι, αλλά τους άξιζε. Μετά από χρόνια μου είπαν πως καλά τους έκανα τότε και έγιναν φίλοι μου.
Πώς αντιμετωπίσατε το θάνατο του πατέρα σας;
Έπρεπε να ανακαλύψω τα δικά μου όπλα. Μέσα από τις ευαισθησίες και τις αδυναμίες μου αισθάνθηκα ένας μικρός Δαυίδ. Πίστεψα πως κάποια στιγμή μπορώ να νικήσω τον Γολιάθ. Πήγαινα σχολείο και δούλευα παράλληλα σε οικοδομή και μετά, όταν ήρθα στην Αθήνα, σε ταξί. Τότε ξεκίνησα να σπουδάζω σε Δραματική Σχολή στην Πλάκα και χρωστάω πολλά στον καθηγητή Γιώργο Μπέλλο.
Υπήρξαν μέρες που δεν είχατε να φάτε;
Πάρα πολλές. Την ημέρα του Πολυτεχνείου πήγα να κλειστώ στο σπίτι μου έχοντας επάνω μου λίγες δραχμές ίσα ίσα για να πάρω μισό κιλό ψωμί. Αυτό ήταν όλο το φαγητό μου.
Τι συνέβη τότε;
Με συνέλαβαν και με πήγαν σε ένα παράρτημα της ΕΣΑ στη Μεσογείων και έμεινα εκεί 7 μέρες σε ένα κελί. Δεν μπορούσα ούτε να τεντώσω τα πόδια μου. Εκεί έφαγα φάλαγγα από ένας αστυνομικό. Με έδειραν πολύ άγρια με βούρδουλα και από το πρήξιμο δεν μπορούσα να κλείσω τα δάχτυλα μου. Το κορμί μου είχε γίνει μαύρο. Κόντεψα να χάσω το στομάχι μου από μια γροθιά που μου έδωσαν στον οισοφάγο. Όποιος τρώει τέτοια γροθιά ή πεθαίνει ή αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Τότε φοβήθηκα, δίπλωσα στα δυο, γονάτισα και μου κόπηκε η αναπνοή. Όταν μετά με άφησαν ελεύθερο για κάποιες μέρες φοβόμουν ότι με παρακολουθούσαν…
Ήταν η μοναδική φορά που ήρθατε τετ – α – τετ με το θάνατο;
Όχι… Μια άλλη φορά από τύχη δεν κινδύνευσε η ζωή μου. Είχε πέσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου σε διασταύρωση ένα άλλο όχημα που είχε φέρει τούμπες. Αν είχε πέσει στο μπροστινό θα με είχε σκοτώσει. Επίσης κάποτε είχα κάνει ένα λάθος χειρισμό. Με το αμάξι και έπεσα σε μια τσιμεντένια κολώνα. Το αυτοκίνητο κόπηκε στη μέση αλλά εγώ δεν έπαθα τίποτα.
Το πρώτο βράδυ που ήρθατε στην Αθήνα πώς το περάσατε;
Κοιμήθηκα στον δρόμο, άστεγος. Είχα κάποια χρήματα πάνω μου για να βρω ένα σπιτάκι και δεν ήθελα να τα χαλάσω σε ξενοδοχείο. Έτσι βρήκα μια οικοδομή νεόδμητη, κατέβηκα στο υπόγειο, κλείστηκα στο κλιμακοστάσιο, άναψα τον αναπτήρα, είδα νάιλον και χάρτινες σακούλες και – καθότι χειμώνας – κουκουλώθηκα με αυτές. Την άλλη μέρα το πρωί αισθάνθηκα άτρωτος.