Ο Γιώργος Χατζητάκης για το θάνατο του Αλέξανδρου Ωνάση: «Περισσότερο σχέση είχε με τα λόμπι πετρελαίου, παρά με την Τζάκι»
«Η απώλεια του Αλέξανδρου ήταν τρομακτική για όλη την οικογένεια Ωνάση. Πολύ μεγάλη απώλεια», λέει ο Γιώργος Χατζητάκης.
Στην εφημερίδα Espresso και τον Νίκο Νικόλιζα έδωσε συνέντευξη ο Γιώργος Χατζητάκης. Ο επί χρόνια καμαρότος της θαλαμηγού «Χριστίνα» μίλησε για το θάνατο του Αλέξανδρου Ωνάση και την “κατάρρευση” του Αριστοτέλη μετά το τραγικό αυτό γεγονός.
«Η απώλεια του Αλέξανδρου ήταν τρομακτική για όλη την οικογένεια Ωνάση. Πολύ μεγάλη απώλεια. Θυμάμαι τον Αλέξανδρο να έρχεται συνέχεια στον Σκορπιό. Λάτρευε τον πατέρα του, τη θάλασσα και τον αέρα. Ήταν ένα εξαιρετικό πλάσμα και ο θάνατός του διέλυσε και τον Αρίστο. Η Χριστίνα ήταν εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας. Στον Σκορπιό ήρθε μετά τον θάνατο του πατέρα της. Ερχόταν μια φορά τον χρόνο για καμιά μέρα και έφευγε. Και το είχε παράπονο ο Αρίστος αυτό. Με τον πατέρα της συναντιόταν μόνο στο Παρίσι. Ήταν πολύ ατίθαση και δεν είχε καμιά σχέση με τον χαρακτήρα του Αλέξανδρου», είπε αρχικά ο Γιώργος Χατζητάκης.
Ο Γιώργος Χατζητάκης είπε στη συνέχεια: «Τα παιδιά δεν αποδέχτηκαν ποτέ ούτε τη Μαρία ούτε την Τζάκι. Την πρώτη τη θεωρούσαν υπαίτια γιατί χώρισε από τη μητέρα τους ο πατέρας τους και τη δεύτερη δεν ήθελαν ούτε να τη βλέπουν. Θυμάμαι, μάλιστα, μια φορά στο λιμάνι ο Αλέξανδρος φώναζε στον πατέρα του “γιατί τη φέρνεις εδώ αυτήν;” Ο Αρίστος δεν πίστεψε ποτέ ότι έπεσε το αεροπλάνο με τον γιο του. Και τον έφαγε αυτό το μαράζι».
Σε ερώτηση για το θάνατο του Αλέξανδρου και αν αυτός συνδέεται με τον γάμο του Αρίστου και της Τζάκι, ο Γιώργος Χατζητάκης απάντησε: «Δεν νομίζω. Περισσότερο σχέση είχε ο θάνατός του με τα λόμπι πετρελαίου και όσα είχαν συμβεί εκείνη την εποχή παρά με την Τζάκι».
Ο Γιώργος Χατζητάκης είπε στη συνέχεια: «Κάθε πρωί θα έβλεπες τον Αρίστο να κατηφορίζει στο εκκλησάκι του και να κάθεται εκεί με τις ώρες. Τον θυμάμαι επίσης μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το καλοκαίρι του ’73 να είναι εδώ, σκιά του εαυτού του. Το ίδιο και το καλοκαίρι του ’74, έμεινε εδώ όλους τους μήνες. Σαν να μην ήθελε να εγκαταλείψει καθόλου τον γιο του.
Μετά το θάνατό του ήταν ένας ζωντανός νεκρός. Θυμάμαι που τον βλέπαμε να γυρίζει από το εκκλησάκι όπου είχε θάψει τον γιο του, και ήταν ένα ερείπιο. Δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν μας έκανε την παραμικρή σύσταση. Είχε αφεθεί στη μοίρα του. Και, φυσικά, όλοι εμείς το είχαμε καταλάβει ότι θα πεθάνει. Επειτα από τέσσερις μήνες άρχισαν η βλεφαρόπτωση και ο αργός θάνατός του».