Μηνάς Χατζησάββας: Μιλούσε για τον θάνατο σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του!
Διαβάστε αναλυτικά τι είχε δηλώσει τότε.
Ο Μηνάς Χατζησάββας “έφυγε” από τη ζωή το βράδυ της Δευτέρας και σκόρπισε θλίψη σε όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο πολυαγαπημένος μας ηθοποιός μιλούσε για τον θάνατο στην τελευταία του συνέντευξη στο athinorama, πριν πέντε μήνες.
Σας παραθέτουμε αυτούσια την συνέντευξή του:
Κάνετε νυχθημερόν πρόβες εν μέσω όσων διακυβεύονται για την πορεία της χώρας. Πώς καταφέρνετε να συγκεντρωθείτε;
Δύσκολα, πολύ δύσκολα! Η κούραση είναι φοβερή. Η δουλειά μας απαιτεί ούτως ή άλλως απίστευτη συγκέντρωση. Η σκηνοθέτις μας (σημ. η Ζωή Χατζηαντωνίου ), πολύ νεότερη από εμάς και με μια φοβερή σκέψη, πολύ γοητευτική και σύνθετη, μας θέλει σε μια εντατική συνθήκη σωματικής και φωνητικής ετοιμότητας. Βρισκόμαστε διαρκώς επί σκηνής. Η τρέχουσα κατάσταση δεν σε αφήνει, πάντως, εύκολα να εστιάσεις σε κάτι. Είμαστε κι όλοι μας πια μεγάλοι άνθρωποι!
(σημ. Ο Μηνάς Χατζησάββας συμπρωταγωνιστεί με τους Ξένια Καλογεροπούλου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργο Μπινιάρη, Ανέζα Παπαδοπούλου, Χρήστο Στέργιογλου, Χάρη Τσιτσάκη και, σε έκτακτη συμμετοχή, την Σαβίνα Γιαννάτου ). Σίγουρα, δηλαδή, είμαστε …άνω των 50, και αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα! Ευτυχώς έχουμε τη νεότερή μας Μαρία Κεχαγιόγλου να μας βοηθά σε …θέματα μνήμης. Κι έχουμε, βέβαια, και τον Δημήτρη Καμαρωτό, τον μουσικό μας, ο οποίος αντέχει όσο χίλιοι! Λες και δεν «γράφεται» η κούραση πάνω του. Αναρωτιέμαι ώρες-ώρες από τι, τέλος πάντων, είναι φτιαγμένος!
Αντέχει ο κυνισμός των καιρών μας τη μεταφυσική του Μαίτερλινγκ;
Αυτή είναι και μια προσωπική μου απορία. Κι ένα δικό μου πρόβλημα. Δεν είμαι, ξέρετε, καθόλου μεταφυσικός. Δεν αρνούμαι τη γοητεία της μεταφυσικής ούτε του έργου αλλά εδώ και τρεις μήνες που κάνουμε πρόβες υπήρξαν συχνά στιγμές που αναρωτήθηκα: «Μα τι στο διάβολο κάνουμε; Ο κόσμος χάνεται κι εμείς ψάχνουμε να βρούμε τι μπορεί να σημαίνει το άσυλο απ’ όπου αποφάσισαν να φύγουν οι τυφλοί του έργου και τι μπορεί να βρίσκεται πέρα από το δάσος όπου θέλουν να φτάσουν …Ώχου!» Κι όμως. Αν σταθείς για λίγο, αρχίζεις να αναρωτιέσαι: Πώς είναι να είσαι τυφλός εκ γενετής, όπως ο ρόλος που παίζω εγώ; Τι σημαίνει να μην έχεις δει ποτέ σου τον κόσμο στον οποίο ανήκεις και σε περιτριγυρίζει;…
Μπορεί να «διαβαστεί» το έργο σαν μια παραβολή για την εν γένει τυφλότητα των ανθρώπων; …Για την αδυναμία μας, δηλαδή, να δούμε την πραγματικότητα;
Κάθε θεατής που αγαπάει το θέατρο μπορεί να «διαβάσει» το συγκεκριμένο έργο με όσους διαφορετικούς τρόπους επιθυμεί. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ; Ξέρετε, οι μισοί μελετητές των «Τυφλών» θεωρούν πως, με αυτό το έργο του, ο Μαίτερλινγκ επηρέασε τον Μπέκετ να γράψει, τριάντα χρόνια μετά, τον «Γκοντό». Οι άλλοι μισοί διαφωνούν. Εγώ συντάσσομαι με τους πρώτους. Διαπιστώνω πως ο Μαίτερλινγκ, ως συμβολιστής, αν και πήρε το Νόμπελ, έμεινε στο περιθώριο. Ήταν, βλέπετε, το 1890 που έγραφε τους «Τυφλούς» κόντρα στο ρεύμα της ψυχολογίας που άρεσε τότε, με τον Στρίντμπεργκ και τον Ίψεν… Έθεσε, όμως, κάποια ερωτήματα γύρω από την ύπαρξη εξαιρετικά σημαντικά με έναν πολύ απλό και καθόλου δυσνόητο λόγο.
Πείτε μας μια φράση του ρόλου σας που σας αρέσει πολύ.
«Εγώ καταλαβαίνω ότι είναι αργά όταν πεινάω. Και τώρα πεινάω!» λέω κάποια στιγμή. Είμαι ένας τυφλός …πολύ λιχούδης. Λιχούδης είμαι και εκτός ρόλου, βέβαια!
Η τυφλότητα συνδέεται στο έργο με την αδράνεια;
Η αδράνεια είναι θάνατος. Από εκεί και πέρα, αν ένας τυφλός χάσει τον οδηγό του, χάνει αυτόματα και τον προσανατολισμό του. Χάνει υπό μία έννοια τον εαυτό του. Πού μας οδηγεί αυτό; Σε κάτι που όλοι γνωρίζουμε: ο άνθρωπος γεννιέται για να πεθάνει. Κάτι έρχεται να τον βοηθήσει για να αντιμετωπίσει το θάνατο, αυτόν τον …άγνωστο. Γι’ αυτό οι τυφλοί του έργου μας εφευρίσκουν με το μυαλό τους τον οδηγό τους κι έπειτα φαντάζονται ότι είναι νεκρός κι αμέσως μετά «κατασκευάζουν» έναν σκύλο που μπορεί να τους οδηγήσει πίσω στο άσυλο απ’ όπου έφυγαν κ.ο.κ… Θέλουν διακαώς κάποιου είδους βοήθεια.
Τη βρίσκουν, λοιπόν, στη φαντασία τους. Είναι, δηλαδή, τα πάντα μια φαντασίωση;
Είναι τα πάντα «φτιαγμένα» από τους ίδιους. Έτσι και η παράστασή μας δεν έχει τίποτα ρεαλιστικό. Το σκηνικό δεν είναι ένα δάσος, ο σκύλος δεν υπάρχει, ούτε το μωρό που, στο τέλος, κρατά στα χέρια της η τρελή του έργου –όλα τα κατασκευάζουν οι τυφλοί στο μυαλό τους γιατί θέλουν διακαώς να ελπίσουν σε κάτι. Να βρουν τον οδηγό τους, το φως τους, το επέκεινα…
Σκέφτεστε τον θάνατο κύριε Χατζησάββα;
Είμαστε σε μόνιμη διαπραγμάτευση μαζί του, έτσι δεν είναι; Εγώ, πάντως, πιστεύει πως δεν υπάρχει τίποτα μετά τη ζωή. Τίποτα απολύτως! Η ζωή μας είναι ό,τι είμαστε, τελεία και παύλα. Γι’ αυτό θέλω να δουλεύω, να δουλεύω, να δουλεύω. Αν δεν είχα τη δουλειά μου να με κρατάει, δεν ξέρω τι θα έκανα… Όσο έχω ακόμη δυνάμεις, ας παιδεύομαι. Περνάει καλύτερα έτσι η ζωή, δεν συμφωνείτε; Πόσα χρόνια είστε στο θέατρο; Πενήντα. Πήρα τον πρώτο μου ρόλο το 1965. Ήταν ο Πάρις από τον «Ρήσο» του Ευριπίδη που ανέβηκε στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης στη σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη με το Εθνικό θέατρο.
Θέλατε από παιδί να γίνετε ηθοποιός;
Από πολύ νέος, ναι. Κι επειδή ντρεπόμουν να το αποτολμήσω στα πάτρια εδάφη, έφυγα με το που τέλειωσα το σχολείο για τη Γαλλία και φοίτησα εκεί για ένα χρόνο, στη Δραματική Σχολή του Ρενέ Σιμόν. Δέκα μήνες ήταν, στην ουσία, η φοίτηση. Στη διάρκειά τους, όμως, έπαιξα πάνω από πενήντα ρόλους. Τα έργα δεν προλάβαινα να τα διαβάσω! Έτσι ήταν το σύστημα εκεί. Περισσότερο πρακτική παρά θεωρία. Αν δεν τα «έλεγες» καλά, σε ένα τρίμηνο σου το ξέκοβαν: «αλλάξτε επάγγελμα»! Ανοίξανε τα μάτια μου χάρη σ’ αυτό. Είδα πως υπάρχουν χιλιάδες ρόλοι και πως κάθε ρόλος πρέπει να παίζεται διαφορετικά. Εν τω μεταξύ, για να τα βγάλω πέρα ως προς το ζην έκανα ένα σωρό δουλειές. Η καλύτερή μου; Ντυμένος σαν αεροπόρος της Ολυμπιακής, διαφήμιζα τα ελληνικά προϊόντα στα σούπερ-μάρκετ του Παρισιού! Το είχα δει σα ρόλο και το διασκέδαζα πολύ!
Ύστερα από τη «θητεία» στο Παρίσι, επιστρέψατε στην Ελλάδα;
Ναι και έγινα δεκτός στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου. Εντελώς άλλο σύστημα εκεί!
Ποιοι ήταν οι συμμαθητές σας;
Α, ήμασταν εξαιρετική τάξη. Πρώτα απ’ όλα, συμφοιτήτριά μου ήταν μία από τις τωρινές τυφλές συμπαίκτριές μου, η Υβόννη Μαλτέζου. Ήταν η μικρότερη απ’ όλους μας κι ερχόταν κατευθείαν από το σχολείο, με την ποδιά της, στο Εθνικό! Μαζί μας ήταν, ακόμη, η Άννα Βαγενά, η Κατιάνα Μπαλανίκα, ο Κώστας Αρζόγλου, ο Νίκος Σκυλοδήμος, η Μαριάννα Τόλη, η Βάσια Τριφύλη, η Σμαράγδα Σμυρναίου, ο Νίκος Απέργης, η Τιτίκα Στασινοπούλου…
Έχετε ποτέ μετανιώσει που «μπλέξατε» με το θέατρο;
Α, πάρα πολλές φορές! Το αντιμετωπίζω, όμως, σα ναρκωτικό! Το «παίρνεις» και για λίγο σε φτιάχνει και μετά λες «μα τι κάνω;»! Στο χώρο του θεάτρου κερδίζεις άπειρα πράγματα. Το κυριότερο; Είσαι κοντά στον άνθρωπο. Κι αν δεν είσαι κοντά στον άνθρωπο, χάνεσαι. Εμείς οι ηθοποιοί ερχόμαστε συνεχώς σε επαφή με πολύ κόσμο, με την τρυφερότητα, την αγάπη αλλά και τη βρωμιά του είδους μας… Το θέατρο είναι μεγάλη ιστορία. Είναι ένα επάγγελμα που μπορεί να σα κάνει καλύτερο άνθρωπο –δεν γινόμαστε όλοι, βέβαια, αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και στη ζωή;
Ποιους ρόλους έχετε σαν απωθημένο;
Τον Οιδίποδα τύραννο και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ . Έφτασα κάποτε στο παρα-πέντε. Τον Συρανό, τον οποίο πάντα αγαπούσα, ευτύχησα να τον ερμηνεύσω στην Πάτρα με σκηνοθέτιδα την Νικαίτη Κοντούρη. Είχα τον Βασιλιά Ληρ και ακόμη τον έχω… Με πρόλαβε, όμως, φέτος, αν και νεότερός μου, ο Κιμούλης!
Υπάρχει κάποιος σκηνοθέτης με τον οποίο θα θέλατε πολύ να συνεργαστείτε;
Με τον Τόμας Οστερμάγερ.
Είδατε, μήπως, στο Φεστιβάλ Αθηνών πως σκηνοθέτησε τις «Μικρές Αλεπουδίτσες» της Λίλιαν Χέλμαν;
Αποτίναξε από το έργο την ταμπέλα του μελοδράματος και το έκανε …Μακιαβελικό! Το φώτισε μέσα από τα ελαττώματά του. Τον αγαπώ πολύ αυτόν τον Γερμανό. Μακάρι πριν πεθάνω να έρθει να μου πει «έλα να σε σκηνοθετήσω», κι ας είναι μόνο για να παίξω τον …μούτσο!