Μέγκι Ντρίο: «Γλίτωσα τα χειρότερα με τα ασφαλιστικά μέτρα»
Συγκλονίζει με την περιγραφή της η Μέγκι Ντρίο: "Τον βλέπω, έχω φρικάρει, αρχίζω και τρέχω και φωνάζω".
Η Μέγκι Ντρίο σε μια εξομολόγηση καρδιάς θυμάται τη δική της ιστορία και πώς μέσω της δικαστικής οδού γλίτωσε τα χειρότερα. Το γνωστό μοντέλο μιλώντας στην ΟΝ time και την Σάσα Σταμάτη, αποκαλύπτει την άγνωστη εμπειρία που έζησε όταν δούλευε ως barwoman. «Πριν από 6 χρόνια είχα ξεκινήσει στις σπουδές μου στο Αγγλικό Δίκαιο στο Dei College στη Θεσσαλονίκη. Τότε ήμουν 18 ετών και το καλοκαίρι δούλευα νύχτα στη Χαλκιδική. Δούλευα ως barwoman και είχα επαφή με πάρα πολύ κόσμο δουλεύοντας σε ένα πόστο και ειδικά με άνδρες. Τους περισσότερους δεν τους γνώριζα προσωπικά. Ένας κύριος, τότε ήταν περίπου 38 χρονών, ήταν τακτικός πελάτης του μπαρ. Ερχόταν κάθε Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη, ήταν κάτοικος Κύπρου.
Στις αρχές ερχόταν στο μπαρ και μου έλεγε ότι έρχεται μόνο για να με δει. Εγώ το πρώτο δίμηνο δεν το πίστευα και γέλαγα. Δεν είχα καταλάβει την εμμονή του στο πρόσωπό μου. Οι μήνες περνούσαν και δεν είχα καταλάβει γιατί μου άφηνε πολλά tips, έπινε δυο ποτά και μου άφηνε tips 200 ευρώ. Πήγαινα στο σπίτι και το έλεγα στη μητέρα μου και μου έλεγε «Μέγκι, κάτι δεν πάει καλά». Τότε, στα 18 μου, δεν οδηγούσα και γύρναγα σπίτι με ταξί. Οι ώρες που γύρναγα ήταν ξημερώματα, 6 και 7 το πρωί. Οπότε μια μέρα, μετά από 4 μήνες, γυρνάω στο σπίτι και με αφήνει το ταξί λίγο πριν το σπίτι μου. Κατεβαίνω και περπατάω προς την είσοδο της μονοκατοικίας που έμενα στο Πανόραμα. Ο κύριος που έρχονταν στο μπαρ ήταν εκεί, είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι μου χωρίς να γνωρίζω πού βρήκε τη διεύθυνσή μου. Τον βλέπω, έχω φρικάρει, αρχίζω και τρέχω και φωνάζω «μαμά, μαμά», γιατί ήταν ξημερώματα και εκείνος βγαίνει από το αυτοκίνητο για να με πιάσει και μπαίνω στο σπίτι. Βγαίνει η μητέρα μου και του λέει «ποιος είστε; Γιατί κυνηγάτε την κόρη μου;» και εκείνος απάντησε «είμαι ερωτευμένος με την κόρη σας και θέλω να βλέπω το πρόσωπό της».
Του είπαμε να το σταματήσει γιατί θα του κάνουμε ασφαλιστικά μέτρα. Όμως δεν σταμάτησε, συνέχιζε και ερχόταν μέρα παρά μέρα κάτω από το σπίτι. Εκεί αποφασίσαμε οικογενειακώς να κάνουμε ασφαλιστικά μέτρα. Τα κάναμε και έτσι έληξε αυτή η ιστορία. Φυσικά, έχω να πω πως ακόμα μετά τα ασφαλιστικά η αστυνομία μας ενημέρωσε πως το αυτοκίνητό του συνέχιζε να κυκλοφορεί στην περιοχή πιο μακριά από το σπίτι μας. Όλο αυτό τότε μου έμεινε σαν τραύμα αφού κάθε φορά που γύριzα σπίτι κοίταγα δεξιά αριστερά και φοβόμουν να κυκλοφορώ έξω μόνη μου με το που έπεφτε ο ήλιος. Αλλά ήμουν τυχερή, γιατί παρόλο που ήμουν μικρή, το ομολόγησα το συμβάν στους γονείς μου και εκείνοι ήταν δίπλα μου. Παίρνοντας τα σωστά μέτρα για να αποφύγουμε τη χειρότερη εξέλιξη από αυτό που είχε ήδη συμβεί».