Ο Μάρκος Λεζές, μία από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές των ’80s μίλησε στο περιοδικό YES! και στον Ανδρέα Θεοδώρου για όλα…
Σταμάτησαν να σας γίνονται προτάσεις μετά την εποχή της βιντεοκασέτας;
Έλεγαν όταν τελείωσε αυτή η εποχή, ότι εμείς οι ηθοποιοί μυρίζαμε κασέτα. Αυτοί που το έλεγαν όμως δεν έγιναν ποτέ πρωταγωνιστές από τις κασέτες και το 90% έπαιζαν σε δικές μου ταινίες δεύτερους ρόλους. Ήταν πάντα δεύτεροι και ποτέ δεν έκαναν κάτι. Εγώ όμως από αυτές, αλλά και τον κινηματογράφο, άφησα παρακαταθήκη στα παιδιά και τα εγγόνια μου που ακόμα τις βλέπουν. Αυτή η γενιά δεν άφησε τίποτα και ούτε θα αφήσει.
Αποκτήσατε περιουσία από τη δουλειά;
Έβγαλα λεφτά. Ουδέποτε όμως είχα ανάγκη από το θέατρο και γι’ αυτό δεν το έκανα βιοποριστικά. Αυτό που ήθελα ήταν η αναγνωρισιμότητα. Έλεγα ότι αφού το σπούδασα πρέπει να γίνω γνωστός. Μου άφησε περιουσία ο πατέρας μου και τώρα δεν έχω ανάγκη. Με τη σύνταξη περνάω μια χαρά και κάνω επιλογές. Πρώτα δεν έκανα.
Ποια ανάγκη σας καλύψατε με το θέατρο;
Κατάλαβα ότι είμαστε διχασμένες προσωπικότητες, όταν βρέθηκα σε μία πολύ δύσκολη θέση. Στις πέντε κήδεψα τον πατέρα μου και στις έξι έκανα τον κόσμο να γελάει. Ήταν πολύ ζόρι, έπιανα τον εαυτό μου να γελάει ενώ στα παρασκήνια και στις κουίντες έκλαιγα. Νόμιζα ότι ο πατέρας μου βρισκόταν στον εξώστη και έπαιζα για αυτόν. Αυτό είναι ένα από τα θαύματα του θεάτρου. Από την ώρα που θα πατήσεις πάνω στο σανίδι, δεν ενδιαφέρει τον άλλον τι έχεις περάσει, γιατί σε έχει πληρώσει. Όλα ξεπερνιούνται όμως και αν πιστεύεις στον Θεό, ξεπερνιούνται ακόμα περισσότερα.
Πηγαίνετε στην εκκλησία να εξομολογηθείτε;
Είχα πάει κάποτε να εξομολογηθώ και επειδή είχα κοπέλα, ο παπάς μου είπε να μην κοινωνήσω για έξι μήνες. Του απάντησα πως σε βλέπω σαν σκουπιδοτενεκέ και ότι έρχομαι και πετάω πάνω σου τα απόβλητα μου. Δεν με ενδιαφέρει τι λες, από τη στιγμή που φοράς πετραχήλι πρέπει να δώσεις την άφεση. Με πατάει ένα αμάξι δεν θα πάω εγώ στην κόλαση, αλλά εσύ που δεν με συγχώρησες. Μούγγα ο παπάς.