Μία εξομολόγηση από ψυχής στην Νανά Παλαιτσάκη κάνει η σπουδάια ηθοποιός Κάκια Ιγερινού σε συνέντευξη που δίνει στην εφημερίδα Freddo και μιλά για την απώλεια του συζύγου της Νίκου Γαροφάλλου.
Έπειτα από τόσα χρόνια εξαιρετικά πετυχημένης καριέρας και στην τηλεόραση και στο θέατρο, έχει επηρεαστεί και πόσο η καθημερινότητα σας;
«Νανά μου, εγώ έζησα μια τραγική συγκυρία. Την ίδια ώρα που τον Νίκο, τον άντρα μου, τον χτύπησε αυτοκίνητο έξω από το σπίτι μας στο Λουτράκι, μπαίναμε στο ΔΝΤ. Μαζί με την προσωπική μου πτώση στην άβυσσο άρχιζε και η πτώση της χώρας. Όλα χάθηκαν σε ένα λεπτό. Ταυτόχρονα με το πένθος ξεκινούσε η οικονομική περιπέτεια, και η δική μου και της χώρας. Φανταστείτε ότι πριν συμβούν αυτά, εγώ ετοίμαζα την τηλεοπτική σειρά «Πριμαρόλια» που είναι η μοναδική ιστορία του «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη.»
Το πένθος…
«Για μένα ήρθαν όλα απανωτά. Το 2008 πέθανε ο πατέρας μου και το 2009 σκοτώνεται ο Νίκος. Τον πρώτο χρόνο δεν ήθελα να έχω καμία επαφή με τον κόσμο. Δεν ήθελα να βλέπω, δεν ήθελα να ακούω, δεν ήθελα να μιλάω. Παρά το γεγονός ότι είχα την απόλυτη στήριξη του παιδιού μου, ήμουν σ’ ένα χάος και σε ένα απόλυτο κενό. Τον δεύτερο χρόνο άρχισα με πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια να βγαίνω λίγο από το σπίτι. Τον τρίτο χρόνο αποφάσισα να μείνω με τη μητέρα μου, γιατί δεν άντεχα να ζω στο σπίτι που ήμουν με τον Νίκο. Εκεί ήταν όλη μας η κοινή ζωή. Μπορεί κάποιοι να αντιμετωπίζουν το πένθος πιο φιλοσοφημένα.
Καθώς τον άντρας σας τον παρέσυρε ένας άνθρωπος που οδηγούσε απρόσεχτα, τι συναισθήματα έχετε τώρα, έξι χρόνια μετά;
«Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Νίκο ήταν από την Περαχώρα. Ερχόταν από το καζίνο «πατημένος», μιλούσε στο κινητό και η δίκη δεν έχει γίνει ακόμα, έχει αναβληθεί για τον Νοέμβριο. Εγώ δεν κυνήγησα τον άνθρωπο. Ξέρετε γιατί; Γιατί θεώρησα ότι ήταν κακή στιγμή και για τους δύο. Εκείνος έγινε δολοφόνος και ο Νίκος έχασε τη ζωή του. Δεν είχα τίποτα με τον άνθρωπο. Αυτό που με «γονάτισε» και δεν ξαναπάτησα ποτέ εκεί, ήταν η συμπεριφορά των ανθρώπων στο Λουτράκι. Σκεφτείτε ότι έγινε το δυστύχημα και για 40 λεπτά ο Νίκος ήταν στον δρόμο, μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι μας, τον ήξεραν όλοι , γιατί το εξοχικό μας το είχαμε 30 χρόνια εκεί, και κανένας δεν έδινε το όνομα του στην Αστυνομία γιατί φοβόντουσταν μην μπλέξουν. Με αποτέλεσμα, ενώ εγώ ήμουν στο μοντάζ με τον Βέγγο και το παιδί μου στην εφημερίδα, ένας φίλος από το Λουτράκι ειδοποίησε το γιο μου λέγοντας ότι «ακούστηκε ότι ο μπαμπάς σου κάτι έπαθε». Τον πήραν σαν «αγνώστων στοιχείων» και τον μετέφεραν στην Κόριθνο. Από τότε δεν ξαναπήγα εκεί. Περισσότερο από τον άνθρωπο που τον χτύπησε – και ο οποίος εννοείται ότι δεν ήθελε να τον χτυπήσει (φυσικά δεν εμφανίστηκε ποτέ ούτε στο νοσοκομείο ούτε σε εμένα, ήταν αλλόφρων, αλλά εμένα δε με είδε ποτέ) – εκείνους που πραγματικά δεν θέλω να ξαναδώ είναι όλοι αυτοί οι τύποι που μόλις φτάναμε στη θάλασσα να πιούμε τον καφέ μας έρχονταν και δεν μας άφηναν, γιατί μας αναγνώριζαν, μας «αγαπούσαν», ενώ την ώρα της αντάρας χάσανε τη μνήμη τους.»