Ο Δημήτρης Σταρόβας μίλησε στο περιοδικό People και στον Μαρίνο Βυθούλκα για τον ρόλο του στα Καρντάσιανς και τι αλλαγές υπάρχουν φέτος που οι εκπομπή είναι live, ενώ έφερε στο μυαλό του την πιο ζόρικη στιγμή της ζωής του, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν έχασε όλα του τα υπάρχοντα από πυρκαγιά.
Σχετικά με το ότι σε αρκετές εκπομπές των Καρντάσιανς δεν μιλάει πολύ ο Δημήτρης Σταρόβας απαντά: «Για να μιλήσω, πρέπει να υπάρχει λόγος. Δεν θα πω κάτι, απλά για να ακουστώ» εξηγεί. Με τους περισσότερους καλεσμένους έχει περάσει καλά. «Αισθάνθηκα, βέβαια, πιο άνετα, όταν ήρθαν δικοί μου άνθρωποι, όπως ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, ο Θοδωρής Αθερίδης, ο Άκης Σακελλαρίου και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Η διαφορά σε σχέση με πέρσι είναι πως σε μια μαγνητοσκοπημένη εκπομπή βγαίνει περισσότερο “ζουμί”. Μιλάς μια ώρα και κρατάς το πιο δυνατό εικοσάλεπτο. Στα live, πρέπει να σου “κάτσει καλά” ο καλεσμένος. Το ζωντανό, όμως, έχει τη δική του γοητεία».
Η προοπτική να παρουσιάσει μια εκπομπή μόνος του δεν είναι κάτι που περνάει από το μυαλό του, τουλάχιστον στο βραχυπρόθεσμο μέλλον. «Η αλήθεια, όμως, είναι πως θα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα, όπως ένα talk show αργά το βράδυ, ώστε να υπάρχει ελευθερία έκφρασης. Χωρίς να θέλω να κάνω τον έξυπνο, δεν ξέρω κατά πόσο το κοινό είναι έτοιμο να δει κάτι πιο χαλαρό και να ξεφύγει από τετριμμένες καταστάσεις. Θα ήθελα οι καλεσμένοι να βγάλουν ένα πρόσωπο που δεν το έχουν δείξει ξανά, αλλά στην τηλεόραση υπάρχει φοβερή υποκρισία. Οι άνθρωποι προσέχουν πάντα τι θα πούνε στον αέρα, λένε μ@@@κίες του τύπου “Περνάμε υπέροχα στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει προς τα έξω”. Κουμπώνονται και υιοθετούν ένα χαρακτήρα “καθωσπρέπει”. Για παράδειγμα, βγαίνει κάποιος στην τηλεόραση που είναι γκέι, που το φωνάζει όλο του το σώμα και συζητάει για τις σχέσεις του με τις γυναίκες».
Η πυρκαγιά και η οικονομική καταστροφή
Η πιο ζόρικη στιγμή στη ζωή του ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν πήρε φωτιά το σπίτι που ζούσε με την πρώτη του γυναίκα, στις Συκιές Θεσσαλονίκης, εξαιτίας ενός βραχυκυκλώματος στον ηλεκτρολογικό πίνακα. «Κάηκαν όλα τα υπάρχοντά μας, κινδύνεψαν άνθρωποι και ήταν σοκαριστικό, γιατί δεν ήξερα αν ήταν ή όχι η γυναίκα μου μέσα στο σπίτι. Όταν μπήκα στην πολυκατοικία, μύρισα καμένο. Κάτω από την πόρτα του διαμερίσματος έβγαινε καπνός. Έκανα το λάθος και άνοιξα την πόρτα, με αποτέλεσμα να μπει οξυγόνο και να αναζωπυρωθεί η φωτιά. Μόνο τα μπετά έμειναν. Ευτυχώς ήταν πρωί, μέσα στο σπίτι δεν ήταν κανείς, η πυροσβεστική ήρθε σε δέκα λεπτά και κατάφερε να σβήσει γρήγορα τη φωτιά». Ένα ακόμα γεγονός που τον «γονάτισε», τόσο ψυχολογικά όσο και οικονομικά, ήταν ένα μαγαζί με μουσικά όργανα που είχε ανοίξει στη Θεσσαλονίκη. «Κάποια στιγμή, μπούχτισα με τα καλλιτεχνικά και δεν ήθελα πλέον να εμφανίζομαι. Απομυθοποίησα ανθρώπους, καταστάσεις και το 1999 αποφάσισα να ανοίξω το μαγαζί. Το εμπόριο, όμως, θέλει διαφορετική φιλοσοφία, κάτι που δεν κατείχα. Το κόστος της επιχείρησης ήταν μεγάλο, διότι είχα εξεζητημένο εμπόρευμα και ακριβά όργανα. Κι ενώ ξεκίνησα στην εποχή του Χρηματιστηρίου, μετά άρχισαν να γίνονται οι παραγγελίες μέσω Internet, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι δικές μου, έτσι, το 2004, αναγκάστηκα να το κλείσω. Ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, έχω οικονομικές εκκρεμότητες» αποκαλύπτει.