«Εγώ λοιπόν, ο Θανάσης Βέγγος, να σου πω τι είμαι…»
Διαβάστε: Ο Αντώνης Πρέκας καταγράφει λόγια από καρδιάς του ίδιου του Θανάση Βέγγου
«Ο αρχαίος Έλληνας είναι ωραίος, αθλητικός, με νου και σώμα υγιές. Ο διαχρονικός Έλληνας είναι κι αυτός ωραίος σαν Έλληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, σαν τον Σίμωνα Μπολιβάρ. Ο Νεοέλληνας πως είναι; Σαν τον Θανάση Βέγγο: Σκονισμένος.
Η αγωνία του Βέγγου για τη σκόνη –στη ζωή και την οθόνη– που κρύβει, σκεπάζει, φθείρει, παραχαράσσει, είναι δικός του –μυστικός– κώδικας και όχι των σεναριογράφων ή των σκηνοθετών του.
Κάτι ψάχνει αυτός ο άνθρωπος, επίμονα κάτω από τη σκόνη…»
«Ένας άνθρωπος παντός καιρού»’ ήταν ο Θανάσης Βέγγος, όπως εύστοχα το λέει και ο τίτλος του βιβλίου που έγραψε για κείνον ο Γιάννης Σολδάτος από όπου είναι και το παραπάνω απόσπασμα.
Σε κάτι τέτοιες περιστάσεις, όπως αυτή της απώλειας του «δικού μας ανθρώπου» τα μεγάλα λόγια και τα εύκολα τσιτάτα περισσεύουν. Τα γνωστά: «Ο τελευταίος των μεγάλων», «Στη γειτονιά των Αγγέλων», «Φτωχότερη η Ελλάδα» και άλλα συναφή που η πολύ χρήση τα έχει κάνει να μοιάζουν κενά περιεχομένου.
Όπως, περισσεύουν και τα πτωματοφάγα που γεμίζουν τις οθόνες, τα ερτζιανά, το διαδίκτυο και τις σελίδες των εντύπων… Είναι εκείνοι που μιλώντας για τον σπουδαίο εκλειπόντα, συνήθως, βρίσκουν την ευκαιρία να εξάρουν με «συντριβή» την δική τους σπουδαιότητα με αφορμή την όποια «σχέση» τους με κείνον.
Συγχωρείστε μου, αν στην ίδια παγίδα έπεσα κι εγώ με την παρουσία μου στην μεσημεριανή εκπομπή της Λαμπίρη. Δείτε -ή ξεπεράστε – τα βίντεο με όσα είπα. Σε κάθε περίπτωση, συγχωρείστε μου –αν θέλετε- την όποια κενοδοξία και διαβάστε στην συνέχεια του κειμένου τα ουσιώδη.
Θα αποφύγω τις περαιτέρω «βιωματικές» αναφορές και αφηγήσεις. Θα γράψω μόνο πως όταν τον συναντούσες ένοιωθες με συγκίνηση το συγκλονιστικό μεγαλείο της απλότητάς του. Το δέος που σε καταλαμβάνει μπροστά σε κείνα τα ζωογόνα φυσικά φαινόμενα που έτσι απέριττα, χωρίς κραυγές και φτιασιδώματα συμβάλουν στην αρμονία που διέπει αυτό τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα.
«Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο…», έτσι αυτοσυστήνεται σε συνέντευξή του προς το περιοδικό «Σύγχρονος κινηματογράφος» και τον Τάκη Παπαγιαννίδη την Άνοιξη του 1971 και συνεχίζει: «Μπαίνω στο πλατό και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω να απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα στηθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει τέλειωσε… Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, μπορεί και να μην μ΄ αρέσει… Την επομένη η μηχανή θα στηθεί σ΄ άλλο μέρος. (…) Πίστεψέ με τα πράγματα βγαίνουν μόνα τους. Τα τελευταία μέτρα της Ιουλιέττας είναι γυρισμένα χωρίς σενάριο. Όλη η απαγωγή, το ανέβασμα στα κεραμίδια και ό,τι ακολουθεί, ήρθαν μόνα τους… Δεν στο κρύβω, ότι οι καλύτερες στιγμές μου στο σινεμά γυρίστηκαν χωρίς σενάριο.
Η αρχή του «Δρα Ζι- Βέγγου», το ξύρισμα με το πλέϊ μπακ του Κουρέα της Σεβίλλης στο «Ασύλληπτο κορόιδο», η σκηνή με το γραμμόφωνο στην Περαία στο «Επιχείρησις Γης Μαδιάμ» είναι γυρισμένες με μια μηχανή στο χέρι. Αυτή η μηχανή πρέπει να’ ναι τρελή σαν τον Θανάση.
Πέφτω στη θάλασσα, ανεβαίνω στους στύλους, κρεμιέμαι από τα κεραμίδια, ό,τι έχει σημασία είναι ο Θανάσης. Αυτή είναι η απεικόνιση (όχι η προσφορά, δεν πιστεύω πως υπάρχει κάτι τέτοιο), ενός ανθρώπου που εκφράζει τις ανησυχίες μου.
Δουλεύω με το ένστικτο. Δεν έχω κανένα ταλέντο, κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα… Του Θανάση.
Οι ιδέες, όμως, πάντα είναι δικές μου κι εκείνο που θέλω να δείχνουν οι ταινίες μου είναι οι περιπέτειες του Θανάση… Κανένας μέχρι τώρα δεν με έχει πει κύριε Βέγγο. Για όλους είμαι ο Θανάσης…
Κάποιο βράδυ, με πλησιάζει έξω από το σινεμά ένας γέρος .’’Καλέ μου άνθρωπε’’,μου λέει, ‘’είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω από το σινεμά, έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες’’. Αυτό το ‘’καλέ μου άνθρωπε’’ έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση. Έτσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά- σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στο χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στο σινεμά…».
«Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί …»,είχε πει σχετικά πρόσφατα δημοσίως.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω επεισόδιο που περιγράφει ο -για πολλά χρόνια- συνεργάτης του, θεατρικός συγγραφέας, Γιώργος Λαζαρίδης. Αναφέρεται στην μεγαλύτερη, ίσως, θεατρική επιτυχία του Βέγγου στον «Τρελό του Λούνα Παρκ». Το έργο ήταν του Γιώργου Λαζαρίδη.
«…Πώς να ξεχάσω τις αγωνίες του Θανάση και τις αντιρρήσεις του για τις οδηγίες του σκηνοθέτη Κωστή Μιχαηλίδη, όταν του επέμενε ότι κάποια στιγμή έπρεπε να σταματήσει τις τρεχάλες του επάνω στη σκηνή, για να μπορέσει έτσι να τον παρακολουθήσει πιο ήρεμα ο θεατής.
«Δάσκαλε!» να του φωνάζει ο Θανάσης. «Αδύνατο να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θαλάσσης, κατάλαβέ το…» «Κι όμως Θανάση μου», να του επιμένει με την αυθεντική του γαλήνη ο Μιχαηλίδης, «στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου, πρέπει να κάτσεις σ’ αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Με τις τρεχάλες δεν βγαίνει συγκίνηση…»
«Δάσκαλε», να ουρλιάζει ο Θανάσης. «Έχω εφτά χιλιάδες προβλήματα που με κυνηγάνε, μη μου τα κάνεις εσύ εφτά χιλιάδες συν ένα…»
Φτάνουμε στην πρόβα τζενεράλε, γεμάτο το θέατρο, ζυγώνει η σκηνή και ο Θανάσης για πρώτη φορά κάθεται στο σκαμνάκι… Ακολουθεί μια εκπληκτική ερμηνεία, με αποτέλεσμα να παγώσει η πλατεία και να ξεσπάσουν όλοι σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Ιδιαίτερα όταν τον είδαν να κλαίει στις τελευταίες φράσεις του μονολόγου.
Τρέχει στα παρασκήνια ο Μιχαηλίδης, συγκινημένος κι αυτός, για να του πει: «Είδες Θανάση μου, τι δίκιο που είχα όταν σου έλεγα πως μόνο άμα κάτσεις στο σκαμνάκι, θα βγει συγκίνηση;»
Τον κοίταξε καλά καλά ο Θανάσης και του απάντησε: «Δάσκαλε! Δε βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Όταν έλεγα το μονόλογο σκεφτόμουνα ότι αύριο το πρωί μου ‘ρχονται οι κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι. Και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά μου»…»
Αντί επιλόγου και ως σύνοψη των ανωτέρω αντιγράφω τα λόγια του Θανάση, από μία άλλη συνέντευξη του. Στην εφημερίδα Το Βήμα και τον αξέχαστο συνάδελφο Ανδρέα Δεληγιάννη, με αφορμή τη μεγάλη εμπορική επιτυχία της ταινίας «Από πάνε για τη χαβούζα». Δημοσιεύτηκε παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1979.
«Φοβάμαι σου λέω… Δεν το καταλαβαίνεις τι εννοώ, αλλά εγώ μέσα μου δεν νιώθω καλά. Σου δίνω το λόγο της τιμής μου, περνάω ώρες σαστιμάρας. Περνάω, πώς να στο πω; Περνάω από το περασμένο καλοκαίρι μια βιολογική κλιμακτήριο. Δεν νιώθω καλά… Είμαι 52 χρόνων και βλέπω ότι αρχίζει για τον Βέγγο η αντίστροφη μέτρηση… Σε κάποιο διαφημιστικό έγραψαν για μένα : «ο Βέγγος καμικάζι!». Ξέρεις τι λέω εγώ; Ο πρώην καμικάζι… Σου δίνω το λόγο μου ότι νιώθω έτσι όπως σου μιλάω. Είμαι γεμάτος κέφι για δουλειά, αλλά τρέχει με τη μισή ταχύτητα.Τι να πω; Κάτι έχει αρχίσει να συμβαίνει μέσα στον Βέγγο… Φοβάμαι!
Η επιτυχία αυτής της ταινίας με σάστισε. Με ζάλισε. Ειλικρινά ,ακόμα ψάχνω να βρω την εξήγηση. Γιατί ο κόσμος δείχνει τόση αγάπη για τον Βέγγο;
Δεν είναι θέμα ταλέντου ό,τι γίνεται. Το ‘χω πει επανειλημμένως ότι δεν είναι θέμα ταλέντου, αλλά ίσως αυτός ο πρωτογονισμός που έχω μέσα μου.
Πως γίνεται, αναρωτιέμαι ο Βέγγος και ο κόσμος με ανέχεται τόσα χρόνια;
Το ξαναλέω. Είναι θέμα φάτσας… Και το άλλο. Ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι πάνω στον Βέγγο υπάρχει μια εντιμότητα. Ότι ο Βέγγος δεν έχει προσπαθήσει να τον κοροϊδέψει.
Πίσω από κάθε προσπάθειά μου φαίνεται η ηθική προσπάθεια που καταβάλλω… Δεν είμαι σωστός καλλιτέχνης. Δεν είμαι, δηλαδή, επαγγελματίας ηθοποιός… Να σου πω τι είμαι. Καθαρά και ξάστερα. Είμαι ερασιτέχνης. Ένας ερασιτέχνης που είναι παθιασμένος με τη δουλειά του. Είμαι ένας άνθρωπος που δίνεται ολόκληρος σ’ αυτό που κάνει. Και με πάθος. Πάθος για την τελειότητα, που πολλές φορές δεν χρειάζεται…
Δεν χρειάζεται να ξεσκονίζω το ντεκόρ πριν από το γύρισμα ενός πλάνου. Εγώ το ξεσκονίζω. Και θα ξέρεις, βέβαια, ότι κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο και ξεσκόνισε τις Θερμοπύλες! Ναι μα το Θεό. Καθαρίσαμε τις Θερμοπύλες για ένα γύρισμα…Αυτή η τελειότητα μόνο στο δικό μου κεφάλι υπάρχει. Αυτή η τελειότητα μ’ έχει οδηγήσει δυό φορές στην καταστροφή. Τη μια στην ολική καταστροφή… Γνωστά πράγματα, να μην τα ξαναλέμε γιατί δεν έχει αξία…
Αν χρωστάω; Όχι, τώρα δεν χρωστάω. Τώρα μου χρωστάνε…
Τα πράγματα, τώρα, είναι καλύτερα για το βεγγέικο… Προσπαθώ να τελειώσω ένα σπιτάκι σε μια παραλία. Προσπαθώ να φτιάξω κάτι για την οικογένειά που μένει στο ενοίκιο… Κάποια στιγμή, λοιπόν, θα βολευτώ. Κι από τη στιγμή που θα είμαι βολεμένος, θα πάψει να υπάρχει ο Βέγγος. Το φοβάμαι αυτό το βόλεμα.Από τώρα έχουν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια.
Κάτι δεν πάει καλά σ’ εμένα. Αυτό το βόλεμα, η σκέψη ότι σε λίγο θα ΄χω τακτοποιηθεί , μ΄ενοχλεί. Όντας βολεμένος, με δικό μου σπίτι, φοβάμαι πως θα πάψω να λειτουργώ σαν Βέγγος που με ξέρει ο καθένας…
Στην περίοδο του μεγάλου χτικιού μου, όταν χρώσταγα τα 7 εκατομμύρια, όταν μου είχαν πάρει το σπίτι κι όταν στην πλατεία του θεάτρου όπου έπαιζα τον «Τρελό του Λούνα Παρκ» οι δεκαπέντε από τους θεατές ήταν δικαστικοί κλητήρες, ένιωθα πιο άνετα!
Φοβάμαι, λοιπόν, ότι θα πάρω την κάτω βόλτα όταν τακτοποιηθώ.
…Ξέρω καλά ότι πολλοί, μα πέρα πολλοί, έχουν επωφεληθεί από την υπόθεση Βέγγος. Εγώ ελάχιστα. Τίποτα άλλο δεν έχω να πω…
Εγώ δεν έχω φερθεί ωραία στο Βέγγο…»
Αντώνης Πρέκας