«Ήταν δύσκολο να δεις από κοντά την Αλίκη Βουγιουκλάκη! Με πήρε τηλέφωνο η γραμματέας της και μου είπε…»
Πασίγνωστος Έλληνας ηθοποιός εξομολογείται για την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Συνέντευξη στη Μαρία Ανδρέου και την εφημερίδα Espresso παραχώρησε ο Τάσος Κωστής, ο οποίος μίλησε μεταξύ άλλων για τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Μετά τον Μυράτ πώς εξελίχθηκε η καριέρα σας;
Στην παράσταση με τον Μυράτ με είδε ο Στέφανος Ληναίος. Ο Στέφανος με ξεμπλόκαρε, δίνοντάς μου τον ρόλο του θεατή στο αντιπολεμικό έργο «Η απαγωγή του Πάπα». Καθόμουν στην τέταρτη σειρά, στη θέση δύο, και διέκοπτα τους ηθοποιούς ρωτώντας τους αν ξέρουν πόσα κιλά γάλα θα μπορούσε να είχαν αγοραστεί με μια σφαίρα και πόσο στοιχίζει η παραγωγή της. Επειδή ήμουν ευγενής, με κοστούμι και με επιχειρήματα, οι θεατές δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στα όσα έλεγα και στο τέλος μού έδιναν και συγχαρητήρια. Ήταν πολύ προχωρημένο έργο κι εγώ δούλευα τη δεύτερη χρονιά μου ως ηθοποιός. Ωστόσο ήμουν σίγουρος γι’ αυτό που έκανα. Καλό ή κακό, πάντως ήμουν έτοιμος στην πρεμιέρα. Ήξερα τα λόγια μου και πώς θα το έπαιζα. Αυτό άρεσε στους πρωταγωνιστές του θεάτρου. Έτσι με επέλεξαν μετά ο Αλέκος Αλεξανδράκης αλλά και ο θεατρικός επιχειρηματίας Γιώργος Λεμπέσης. Για εμένα ο Αλεξανδράκης είχε το πιο γοητευτικό βλέμμα που έχει περάσει ποτέ από το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Ανδρέας Μπάρκουλης μπορεί να ήταν ο πιο όμορφος, αλλά ο Αλέκος ήταν αριστοκρατικός. Και οι δυο τους ήταν μοναδικοί. Αγαπούσαν τις γυναίκες ως πλάσματα και δεν έδωσαν ποτέ σημασία στο χρήμα.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη πώς σας διάλεξε για την παράσταση «Βίκτορ – Βικτόρια»;
Πρέπει στη ζωή να προσεύχεσαι και λιγάκι. Εγώ προσεύχομαι. Ήταν πολύ δύσκολο το να δεις από κοντά την Αλίκη, γιατί τη θωράκιζαν οι δικοί της άνθρωποι. Η ίδια ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Με τον Γιώργο Λεμπέση παίζαμε κανένα χαρτάκι, έτσι για το καλό, κάθε Πρωτοχρονιά. Μου λέει ξαφνικά «Τάσο, θες να σε στείλω στην Αλίκη; Ανεβάζουν το Βίκτορ – Βικτόρια». Του απάντησα θετικά. Όταν πήγα, εκείνη με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Η Αλίκη σε φλέρταρε με τη φωνή της. Τους μάγευε όλους, ήταν το πιο λαμπρό αστέρι. Με πήρε λοιπόν τηλέφωνο η γραμματέας της, η Νότα, και μου είπε «να είστε στη Στησιχόρου, στο σπίτι της Αλίκης». Πάω, βλέπω τον Μάριο Πλωρίτη, τον Ηλία Λογοθέτη, τον Βλάσση Μπονάτσο.
«Η Αλίκη δεν κοιμόταν τα βράδια, ήθελε παρέα, συζητούσε για την παράσταση, για νέες δουλειές…»
Με έβαλε αμέσως στους δικούς της ανθρώπους, γιατί δούλευα πολύ, όπως και εκείνη. Η Αλίκη δεν κοιμόταν τα βράδια, ήθελε παρέα, συζητούσε για την παράσταση, για νέες δουλειές, έκανε καλέσματα, ήταν φιλόξενη, τόσο στο Κολωνάκι όσο και στον Θεολόγο. Εμένα όμως μου έλεγε, γι’ αυτό και την εκτιμούσα, «Τάσο, έχεις οικογένεια, να πας στο σπίτι σου». Στην Τζένη Καρέζη είχα ζητήσει ο ίδιος δουλειά. Ήταν στο Ηρώδειο, θυμάμαι, στην παράσταση «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» και της είπα «συγγνώμη, τι θα κάνετε τον χειμώνα με τον κύριο Καζάκο;» Κάπνιζε στα σκαλάκια προς τα καμαρίνια και μου λέει «πέρασε από το θέατρο να τα πούμε». Η Τζένη με είχε τσεκάρει πρώτα στη σκηνή. Ήταν πολύ σκληρή στη δουλειά της, δεν κορόιδευε. Αν και την έκανα να γελάει. Μια φορά κλείσαμε τρεις φορές την αυλαία από τα γέλια, στην «Αγριόγατα».