Συγκλονίζει η Χαρίτα Μάντολες για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο: «Νομίζω ότι δεν πέρασε ούτε μέρα από τότε, τα θυμάμαι όλα»
"Το σπίτι μας ήταν εκεί κοντά που έγινε η απόβαση. Τότε άρχισε ο κόσμος να τρέχει, να κλαίει, να φωνάζει".
Στην κάμερα της εκπομπής «Κοινωνία Ώρα MEGA» μιλά η Χαρίτα Μάντολες. Η ιστορική και συνάμα τραγική φιγούρα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, με αφορμή τη «μαύρη» επέτειο των 50 χρόνων, περιέγραψε όσα φρικιαστικά βίωσε η ίδια τις δραματικές εκείνες στιγμές στη Μεγαλόνησο.
«Νομίζω ότι δεν πέρασε ούτε ημέρα από τότε, σαν εχθές να έγινε αυτό το κακό. Τα θυμάμαι όλα. Ήμασταν στο σπίτι μας, περνούσαμε πολύ ωραία με τον σύζυγό μου, με τα δύο μας παιδάκια και ήρθε το πραξικόπημα, αυτή η προδοσία η μεγάλη που έγινε, και μετά ήρθαν οι Τούρκοι», περιγράφει η Χαρίτα Μάντολες.
«Το σπίτι μας ήταν εκεί κοντά που έγινε η απόβαση. Τότε άρχισε ο κόσμος να τρέχει, να κλαίει, να φωνάζει. Ήρθαν κοντά μας άνθρωποι χωρίς τη γυναίκα, χωρίς τη μάνα, χωρίς τον πατέρα, έκλαιγαν ένα αγοράκι. Κάτω από τα λεμονόδεντρα κρυφτήκαμε. Τότε ο σύζυγός μου πήγε να καταταχτεί, ήταν έφεδρος.
Οι Τούρκοι έβγαιναν, τους βλέπαμε, πολλές σφαίρες έριχναν οι όλμοι, τα αεροπλάνα, από τη θάλασσα τα πλοία, ήταν χαλασμός. Αποφασίσαμε να κρυφτούμε σε έναν στάβλο. Ήταν κάτω από το σπίτι της μικρής αδερφής μου, κοντά στο δικό μου. Μείναμε όλη μέρα, το βράδυ ήρθε μια κοπέλα που είχε χάσει τον σύζυγό της και τα μωρά της. Την κρατήσαμε μαζί μας και την άλλη μέρα έτρεξε ο σύζυγός μου για να φέρει λίγο γάλα για τα παιδιά, πήγα να τρέξω και εγώ», αφηγείται η Χαρίτα Μάντολες και τα λόγια της καθηλώνουν.
«Ένα αεροπλάνο εκεί μυδραλιοβολούσε συνέχεια γι’ αυτό του φώναξα «πρόσεχε» και τότε άρχισε να φωνάζει ένας στρατιώτης πληγωμένος που μπήκε στο σπίτι μας. Και ο σύζυγός μου ήρθε με πήρε, τον πήραμε και βγήκαμε πάνω στο δικό μου σπίτι. Του έπλυνε τις πληγές, του τις έδεσε, πέταξε τα στρατιωτικά και του φόρεσε πολιτικά ρούχα.
Μετά ήρθε η μάνα της κοπέλας που γύρευε τον σύζυγο και τα παιδιά της και είπαν θα φύγουν αλλά εγώ δεν τις άφηνα. Αυτές ξεκίνησαν όμως να περπατούν, εγώ τις έβλεπα από το παραθυράκι του μπάνιου. Εκεί, πιο πάνω, ήταν ένα σπίτι που είχε μέσα Τούρκους. Τις άρπαξαν και ακόμα δεν έχουν φανεί αυτές οι γυναίκες, ούτε νεκρές ούτε ζωντανές, αγνοούνται», θυμάται η άτυχη γυναίκα.
«Άναψα κεριά, γονατίσαμε όλοι κάτω από τη δοκό του σπιτιού και εγώ, από εκείνη την στιγμή, φαίνεται μου έδωσε πολλή δύναμη ο Θεός, γονάτισα δίπλα από τον στρατιώτη και τον ρωτούσα να μάθω ποιος ήταν.
Μου είπε: είμαι ο Χριστόφορος Γιατρού. Τρία χωριά μάζεψαν τους Μακαριακούς, τους έβαλαν στα λεωφορεία και μας κατέβασαν εδώ πιο κάτω από το σπίτι σας. Εκεί μας έστησαν ενέδρα οι Τούρκοι, οι αξιωματικοί μας έφυγαν και μας άφησαν. Τότε εγώ πληγώθηκα, έκανα τον νεκρό το βράδυ και όταν οι Τούρκοι έφυγαν, ήρθα και μπήκα στον φούρνο του σπιτιού σας», περιγράφει η Χαρίτα Μάντολες.