Κώστας Καζάκας: «Ένιωσα τρόμο, για πολλά χρόνια μετά φοβόμουν»
"Με ταλαιπωρούσαν εφιάλτες, κοιμόμουν και ξύπναγα φοβισμένος" δηλώνει ο Κώστας Καζάκας.
Ο Κώστας Καζάκας προχώρησε σε μια εξομολόγηση καρδιάς στην εφημερίδα On Time και τη δημοσιογράφο Σίσσυ Μενεγάτου. Σε αυτήν, μεταξύ άλλων, ο γνωστός ηθοποιός γύρισε πίσω στην παιδική του ηλικία και αναφέρθηκε στις φοβίες με τις οποίες τον είχε ποτίσει η μητέρα του εξαιτίας της απουσίας του πατέρα του.
Πως ήσασταν ως παιδί;
Μέχρι και έξι χρονών ήμουν πολύ ευκολόπιστο παιδάκι. Ήμουν όμως και δραστήριος. Θυμάμαι, μου είχε φέρει ο πατέρας μου ένα πορτοκαλί ηλεκτρόφωνο, πικάπ – βαλιτσούλα. Το καπάκι ήταν ηχείο, έβαζες τον δίσκο και έπαιζε. Και μου είχε αγοράσει και κάποια δισκάκια. Επειδή αυτό δούλευε και με ρεύμα και με μπαταρία, το γύριζα στη γειτονιά, πήγαινα πχ. στον μπακάλη και έλεγα: «ποιο τραγούδι θέλεις να σου βάλω;». Και χωρίς να ξέρω να διαβάζω, γνώριζα απέξω όλα τα δισκάκια. Ποιο είναι του Καζαντζίδη, ποιο της Πόλυς Πάνου κ.α. Στο σχολείο ήμουν συνεσταλμένος. Δεν μου άρεσε να βγαίνω να λέω ποιήματα. Ντρεπόμουν. Από την άλλη, όμως, με αυτά που έκανα στη γειτονιά, της έλεγαν της μάνας μου: «Αχ, κυρα-Μάγδα, αυτός θα σου γίνει θεατρίνος». Μάζευα τα παιδιά κι έστηνα θεατράκια στην αυλή μας.
Έκανα σκηνές από ταινίες. Και σε αυτά που έπαιζα, ήθελα πάντα να πεθαίνω στο φινάλε! Να έχω δραματικό ρόλο. Ανέβαινα πάνω σε ένα πεζούλι που μπορεί να είχε ύψος ένα – ενάμιση μέτρο και υποτίθεται ότι με… πυροβολούσαν οι άλλοι κι έπεφτα, πεθαίνοντας ηρωικά, χωρίς όμως να χτυπάω. Είχα βρει τον τρόπο και εντυπωσίαζα την παρέα. Η μητέρα μου, όμως, με γέμιζε φοβίες για να μην είμαι άτακτος, επειδή έλειπε ο πατέρας μου. Το σπίτι μας στον Βόλο ήταν το τελευταίο, δίπλα στο ποτάμι. Στην απέναντι πλευρά νομάδες Ρομά είχαν στήσει τα τσαντίρια και τις παράγκες τους. Τότε, δυστυχώς, υπήρχε έντονος κοινωνικός ρατσισμός και η μητέρα μου φοβόταν τους Ρομά. Μου πέρασε ως παιδί κι εμένα αυτή τη φοβία. Φοβόταν μην πάω να παίξω στο ποτάμι και γλιστρήσω, οπότε έβρισκε ως δικαιολογία τους Ρομά και μου έλεγε: «Άμα πας στο ποτάμι θα σε πάρουν οι γύφτοι και θα σε πουλήσουν».
Έτσι με ταλαιπωρούσαν εφιάλτες, κοιμόμουν και ξύπναγα φοβισμένος γιατί στο όνειρο μου ως παιδάκι έβλεπα τσιγγάνες, τύπου «γαρίφαλο στ’ αυτί», που ήθελαν να με αρπάξουν! Όλο αυτό όμως αργότερα, που κατάλαβα, μου βγήκε σε απίστευτη αγάπη, ειδικά για την τσιγγάνικη μουσική. Διάβασα, έμαθα πράγματα για τους Ρομά και κατάλαβα ότι είναι βλακείες όλα αυτά και δεν πρέπει να υπάρχουν προκαταλήψεις. Πήγαινα στο ποτάμι αλλά συνεχώς μου φώναζε η μαμά μου: «Κώστα, είσαι στο ποτάμι; Έλα σπίτι και κόψε και μια βίτσα». Είχε λυγαριές στο ποτάμι και έπρεπε να κόψω και τη βίτσα που θα με έδερνε, γιατί δεν την άκουσα και πήγα να παίξω εκεί. Ο πατέρας μου μόνο μια φορά με έδειρε. Είχε πάει για ψάρεμα, κι επειδή ήξερε ότι δεν κολυμπάω, με άφησε στην ακτή και μου είπε «μην μπεις στη θάλασσα». Εγώ δεν τον άκουσα και κινδύνεψα να πνιγώ. Με το που με έβγαλε στην ακτή και είδε ότι είχα ξεπεράσει τον κίνδυνο, από την αγωνία που τράβηξε για να με σώσει, μου έδωσε μια ξυλιά και έμειναν τα δάχτυλα του πάνω στα πόδια μου.
Σε ποια ηλικία σας συνέβη αυτό; Θυμάστε τι έγινε;
Τα πάντα. Ένιωσα τρόμο. Ήμουν επτά χρονών. Για πολλά χρόνια μετά φοβόμουν. Είχα πιει αρκετό νερό, κι ευτυχώς που με πρόλαβε την τελευταία στιγμή ο πατέρας μου και με έβγαλε στην ακτή, γιατί θα πνιγόμουν. Μου είχε πει «μην πας από εκεί στην προβλήτα, γιατί έχει φύκια και μπορεί να γλιστρήσεις. Άμα θέλεις να κολυμπήσεις, θα μείνεις στα ρηχά». Εγώ πήγα εκεί, στα σκαλάκια, να τον περιμένω, γλίστρησα και έπεσα στο νερό όπου δεν πατούσα.