Γιάννης Σκαφτούρος: Η κόρη του μιλά πρώτη φορά στην Τατιάνα Στεφανίδου
Όσα περιγράφει η Κατερίνα Σκαφτούρου στο T Live.
Η Κατερίνα Σκαφτούρου, κόρη του Γιάννη Σκαφτούρου, μίλησε στην Τατιάνα Στεφανίδου και το T-live, για πρώτη φορά μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του πατέρα της τη Δευτέρα του Πάσχα, στην αυλή του εξοχικού του κοντά στα Δερβενοχώρια. Όπως ανέφερε η κόρη του 55χρονου, ο πατέρας της δεν φοβόταν τίποτα.
-Δεν ανταποδώσαμε πυρά, σκοτώθηκε ο πατέρας μου, τραυματίστηκε η αδερφή μου, τραυματίστηκε ο πεθερός του αδερφού μου. Ευτυχώς δεν πεθάναμε όλοι.
-Εσείς ήσασταν παρούσα στο περιστατικό;
-Ναι.
-Επειδή από την αστυνομία υπάρχει μία πρώτη εκτίμηση ότι έχει βρεθεί ένας κάλυκας από 9άρι πιστόλι και ότι ενδεχομένως το κρατούσε…
-Ο πατέρας μου δεν ανταπέδωσε πυρά. Ξεχάστε το.
-Ο πατέρας σας είχε πιστόλι επάνω του, οπλοφορούσε εκείνο το πρωί;
-Δεν είχε τίποτα επάνω του. Η αλήθεια είναι ότι ο πατέρας μου έφυγε, ότι η αδερφή μου κόντεψε να πεθάνει… Από εκεί και πέρα δεν με νοιάζει ούτε ποιος το έκανε ούτε γιατί. Δεν ψάχνω δικαιοσύνη για αυτό το πράγμα. Δεν θέλω καμία δικαιοσύνη. Δεν θέλω τίποτα. Τον πατέρα μου μπορώ να τον έχω πίσω; Όχι. Τελείωσε το θέμα.
-Εσείς πόσους είδατε να μπαίνουν μέσα στο σπίτι;
-Τρεις. Εγώ τους είδα πάνω στον βραχόκηπο. Ήταν με τρία καλάσνικοφ. Πέσαμε κάτω γιατί είχαμε το νεογέννητο στα χέρια και πήρα το 100.
-Το μωρό το κρατούσατε εσείς;
-Η νύφη μου που ήταν δίπλα μου.
-Πόσα ακόμα παιδάκια βρίσκονταν δίπλα σας, εκεί στο τραπέζι;
-Στο τραπέζι ήταν το νεογέννητο και στην αυλή ήταν μια 11χρονη και ένας τρίχρονος, 10 μέτρα από τον πατέρα μου.
-Είναι παιδάκια του αδελφού σας;
-Ήταν τα 2 παιδιά του αδελφού μου και μία ανιψιά της νύφης μου.
-Η μητέρα σας πού βρισκόταν εκείνη την ώρα;
-Η μητέρα μου ήταν στο κεντρικό κτίριο και τα έβλεπε όλα και νόμιζε ότι μας σκότωσαν όλους, γιατί μας είδε όλους πεσμένους κάτω. Όπως καταλαβαίνετε η μητέρα μου είναι στην χειρότερη θέση που θα μπορούσε. Έχασε τον άντρα της και κόντεψε να χάσει το παιδί της.
-Ο πατέρας σας είχε φρουρά που εκείνη την μέρα απουσίαζε;
-Ο πατέρας μου είχε περιστασιακά συνοδεία στον δρόμο. Φρουρά δεν είχαμε.
-Άρα είχε κάποιους ανθρώπους που τον προστάτευαν όταν μετακινείτο.
-Ναι. Όταν ερχόταν σε εμένα στο Βόλο δεν είχε καν ανθρώπους. Εμείς κυκλοφορούσαμε στο Βόλο ελεύθερα, τρώγαμε στα τσιπουράδικα έξω. Ήταν πλάτη στο δρόμο, ούτε που κοιτούσε τι γινόταν. Καθόμασταν στο μαγαζί που δουλεύω, καθόμασταν άνετα έξω. Δεν είχαμε ούτε φοβία ούτε τίποτα. Ήμασταν πολύ χαλαροί. Όσο ήταν μαζί μου δεν φοβόταν κάτι. Δεν ξέρω αν φοβόταν κάτι αλλού. Εγώ είμαι στον Βόλο και εδώ ήμασταν μια χαρά.
-Άρα δεν αισθανόσαστε εσείς ότι τον τελευταίο καιρό κάτι φοβόταν;
-Όχι. Γίνεται να φοβάσαι κάτι και να είσαι έτσι; Να βολτάρεις στην παραλία του Βόλου;
-Ο πατέρας σας πρόλαβε να πει κάτι, να φωνάξει κάτι;
-Τι να πει; Και να φώναζε και να έλεγε δεν θα άκουγα… Είχα βαρέσει κόκκινο.
-Οι άνθρωποι που πυροβόλησαν ακούσατε να φωνάζουν κάτι;
-«Πέστε κάτω». Πέφτουμε κάτω. «Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη. Αυτός είναι» και τέλος. Το τελευταίο που ακούσαμε.
-Φώναζαν το όνομα του…
-Ναι.