Η Δίκη του Χριστού μέσα από τα μάτια γνωστής ποινικολόγου – Η παρακολούθηση, οι πράκτορες, ο Πιλάτος και η καταδίκη
Με πηγή της αλήθειας τα τέσσερα Ιερά Ευαγγέλια των Ιωάννη, Μάρκου, Ματθαίου και Λούκα το newsit.gr ανοίγει τον φάκελο της δίκης του Ιησού Χριστού και με την βοήθεια της ποινικολόγου Γιάννας Παναγοπούλου φωτίζει άγνωστες πτυχές της πιο συγκλονιστικής υπόθεσης όλων των εποχών.
Οι μαρτυρίες των Ευαγγελιστών, όπως αυτές καταγράφονται στα ιερά κειμήλια, αποτελούν ζωντανή αναπαράσταση του μεγαλύτερου εγκλήματος που διεπράχθη ποτέ από ανθρώπους…του εγκλήματος της Θεοκτονίας που είχε ως αποτέλεσμα τον φρικτό θάνατο επί του σταυρού του Ιησού Χριστού.
«Ο Χριστός που είναι η δικαιοσύνη, η αλήθεια, το φως, η αγάπη, δικάστηκε και τον οδήγησαν στο Σταυρό με αδικία, σκοτάδι, ψέμματα και μίσος», αναφέρει η ποινικολόγος Γιάννα Παναγοπούλου.
Η επίσημη καταγγελία του Πόντιου Πιλάτου
Ωστόσο μέχρι να φτάσουμε στον μαρτυρικό Γολγοθά που σήμανε το τέλος και την αρχή της ζωής μέσα από την Ανάσταση του Κυρίου, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην επίσημη καταγγελία του διοικητή της Ιουδαίας, Σαμάρειας και Ιδουμαίας Πόντιου Πιλάτου προς την κεντρική προϊσταμένη αρχή της Ρώμης, από την οποία ζητεί οδηγίες και συμβουλές.
Τα επίσημα έγγραφα που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για την αρχή του μαρτυρίου και τα οποία σήμερα θα συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στα στοιχεία μιας ογκωδέστατης δικογραφίας, αναφέρουν όλο το ιστορικό (από την γέννηση, τον τόπο που κήρυξε και έδρασε ο Ιησούς Χριστός) πάνω στο οποίο θα στοιχειοθετούνταν οι κατηγορίες.
«Η δίκη του Χριστού απασχόλησε νομικούς, φιλοσόφους, θεολόγους και επιστήμονες όλων των εποχών. Η αδικία ήταν μεγάλη, οδήγησε στο Σταυρό τον Θεάνθρωπο που ήρθε στη γη για να σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία, για να διδάξει την Αγάπη, τη Δικαιοσύνη», εξηγεί η ποινικολόγος Γιάννα Παναγοπούλου.
Η παρακολούθηση από τους πράκτορες του Πόντιου Πιλάτου
Ο δράση του Ιησού σύμφωνα με τις αναφορές και τα στοιχεία, ξεκίνησε να απασχολεί χρονολογικά τις Αρχές το 780, όπου οι πράκτορες του Πόντιου Πιλάτου μετά από εντολές του, ξεκίνησαν να παρακολουθούν στην αρχή διακριτικά ενώ αργότερα το 783 πιο εντατικά, βήμα βήμα τις κινήσεις του θεανθρώπου, τις οποίες και κατέγραφαν προς ενημέρωση της προϊσταμένης αρχής της Ρώμης.
Μέσα σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται οι διάφορες επισκέψεις του Ιησού στις πόλης του Ισραήλ, τα δεκάδες θαύματα που πραγματοποίησε, οι λόγοι του, η ανάσταση τριών νεκρών μεταξύ των οποίων ο Λάζαρος, αλλά και τα 84 συνολικά άτομα που αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα της ομάδας, που τον ακολουθούσε πιστά. Ανάμεσα σ αυτά αναφέρονται οι δώδεκα μαθητές του και οι 72 εθελοντές της αποστολής του, καθώς ήταν τα πρόσωπα που αναλάμβαναν να προετοιμάσουν ψυχολογικά τους κατοίκους των πόλεων και των χωριών που επισκέφτηκε. Μεταξύ των θαυμάτων συμπεριλαμβάνονται τα 31 άτομα που θεράπευσε ο Ιησούς, τα οποία έπασχαν από ανίατες ή βαριές αρρώστιες όπως λέπρα, παράλυση, τύφλωση, επιληψία.
Ο Ιησούς κατηγορήθηκε και για διατάραξη της δημόσιας τάξης
Ανάμεσα στις αναφορές προς τις αρχές της Ρώμης, που υπογράφει ο Πόντιος Πιλάτος ύστερα από έρευνα των πρακτόρων του, ο Ιησούς κατηγορείται για διατάραξη της δημόσιας τάξης, καθώς μέσα από τους λόγους του αναγγέλλει μεταξύ άλλων: την πολιορκία της Ιερουσαλήμ από ένα ξένο στρατό, την ολοκληρωτική καταστροφή του Ναού του Σολομώντα, τη σφαγή ή την εξορία μέρους των κατοίκων, καθώς και μια σειρά άλλων σημαντικών δηλώσεων.
Άπειρα εντάλματα σύλληψης
Όσο τα στοιχεία κατά της δράσης του Ιησού διαδέχονται το ένα το άλλο τόσο οι αρχές εξέδιδαν εντάλματα συλλήψεως εναντίον του, τα οποία όμως στο τέλος δεν εκτελούνται. Ουσιαστικά ο Πόντιος Πιλάτος κάνει λόγο για τέσσερις απόπειρες συλλήψεως του Χριστού, οι οποίες στάθηκαν άκαρπες, καθώς τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να δικαιολογήσουν την δίωξη του. Προκειμένου να τον ενοχοποιήσουν, καθώς τον θεωρούσαν πλέον απειλή με τους συνεχώς αυξανόμενους οπαδούς, μέχρι και η Μόνιμη Εκτελεστική Επιτροπή συνεδρίασε υπό του Αρχιερέως Ιωσήφ γνωστού ως Καϊάφα.
Δίκη – παρωδία με δεκάδες δικονομικές παραβάσεις
«Η δίκη του Χριστού ήταν μία παρωδία δίκης, μια άδικη δίκη καθόσον ο Χριστός δικάστηκε με πολλές δικονομικές παραβάσεις. Αυτές τις παρανομίες δεν χρειάζεται να είσαι νομικός για να τις αντιληφθείς, μελετώντας τα στοιχεία τις αντιλαμβάνεται και ο μέσος άνθρωπος. Ορισμένες από αυτές ήταν: δεν υπήρχε ορισμένη και σαφής κατηγορία, δύο μάρτυρες αλλοίωσαν τα λόγια του Χριστού ότι θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει το Ναό του Σολομώντα σε 3 ημέρες.
Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο είναι πως δεν υπήρχε υπεράσπιση για τον Χριστό. Η δίκη έγινε τη νύχτα αντί για ημέρα και δεν πήγαν το Χριστό στο Δικαστήριο αλλά στον Άννα (πεθερό του Αρχιερέα Καϊάφα) για να τον ανακρίνει χωρίς εξουσία», διευκρινίζει η γνωστή ποινικολόγος.
Πως στοιχειοθέτησαν την θανατική ποινή – Η σύλληψη
Κατά την συνεδρίαση αποφασίστηκαν όλες οι κατηγορίες, ώστε να ευσταθεί η αίτηση της θανατικής ποινής εναντίον του. Έτσι σε πρώτη φάση ο Ιησούς κατηγορήθηκε για παράβαση της νομοθεσίας αναφορικά με την αργία του Σαββάτου, εξύβριση των Θείων, πρόκληση οχλαγωγίας με διακηρύξεις και ρίψη συνθημάτων, χρησιμοποίηση δολίων μεθόδων που τείνουν ν ανατρέψουν του φυσικούς νόμους και κατάχρηση της ευπιστίας των πληθυσμών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανοιχτεί μια νέα δικογραφία σε βάρος του με την Εκτελεστική Επιτροπή υπό του Άννα που ήταν ο πρώτος Αρχιερέας που διόρισαν οι Ρωμαίοι στην Ιουδαία και πεθερός του Καΐάφα να αποφασίζει τελικά την σύλληψη του το βράδυ της Τρίτης 4 Απριλίου στο κήπο της Γεσθημανή, μετά και την συνεννόηση στην οποία είχαν προλάβει να έρθουν με τον Ιούδα.
Προανάκριση τα ξημερώματα
Η προανάκριση κράτησε ως τα ξημερώματα της Τετάρτης, ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να συγκεντρώνονται όλα τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, καθώς στόχος ήταν να ξεκινήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα η αυτόφωρη δίκη. Όμως και πάλι όπως αναφέρει στην τελευταία του αναφορά προς τις αρχές της Ρώμης τον Απρίλιο του 783 ο Πόντιος Πιλάτος, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα ήθελαν οι δικαστές καθώς οι μάρτυρες κατηγορίας που παρουσιάστηκαν στις γεμάτες από αντιφάσεις καταθέσεις τους δεν κατάφεραν να πείσουν.
Ο Αρχιερέας πήρε την κατάσταση στα χέρια του
Έτσι ο Αρχιερέας Καϊάφας φοβούμενος ότι τα στοιχεία πάνω στα οποία σκόπευε να στηρίξει την βασική κατηγορία θα έπεφταν στο κενό, πήρε την δίκη στα χέρια του. Συντόμευσε τις καταθέσεις των μαρτύρων, καθώς κατάλαβε πως του ήταν άχρηστες και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε τον λόγο κάνοντας στο Ιησού την κομβικής σημασίας ερώτηση «Λένε ότι εσύ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Είναι αλήθεια;» τότε ο Ιησούς του απάντησε «Συ είπας».
«Αν και η αρχική κατηγορία ήταν ότι ο Χριστός είπε ότι θα γκρεμίσει και θα χτίσει το Ναό του Σολομώντα σε 3 ημέρες, εν τέλει αυτή μετεβλήθη και καταδικάστηκε για βλασφημία καθόσον ομολόγησε ότι είναι Υιός του Θεού. Οι καταθέσεις των μαρτύρων ήταν παράτυπες και η απόφαση στηρίχτηκε στην ομολογία και μόνο. Η Δίκη επαναλήφθηκε και δυστυχώς επαναλήφθησαν και οι δικονομικές παραβάσεις. Ο Χριστός ήταν δέσμιος καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης. Πριν τη δίκη μάλιστα του έβαλαν βασιλικό μανδύα και τον εξευτέλιζαν», αναφέρει η Γιάννα Παναγοπούλου.
Μετά την απάντηση αυτή που θεωρήθηκε ως ομολογία η ανάκριση ήταν περιττό να συνεχιστεί. Ο Ιησούς κατηγορήθηκε για σφετερισμό ενός “υπερανθρώπινου τίτλου” άρα βλασφημία, την οποία προέβλεπε και τιμωρούσε το άρθρο XXIV, παρ 10-23 του Λευϊτικού Ποινικού Κωδικά.
Ο Χριστός έπρεπε με κάθε τρόπο και μέσω να καταδικασθεί σε μαρτυρικό θάνατο, αν και τα στοιχεία τον αθώωναν
Έτσι κρίνοντας πως η υπόθεση είχε αρκετά φωτιστεί ο Καϊάφας ως ένδειξη αγανάκτησης «διέρρηξε τα ιμάτια του», ενώ στην συνέχεια μαζί με τους συναδέλφους του ομόφωνα αποφάσισαν πως ο κατηγορούμενος έπρεπε να θανατωθεί.
Ο Ιησούς έπρεπε με κάθε τρόπο να καταδικαστεί
«Φαίνεται ξεκάθαρα πως η απόφαση ήταν ειλημμένη και πως ο Χριστός έπρεπε με κάθε τρόπο και μέσω να καταδικασθεί σε μαρτυρικό θάνατο, αν και τα στοιχεία τον αθώωναν. Ως τελικό συμπέρασμα η δίκη του Ιησού, όπως προκύπτει από την έρευνα, εξυφάνθη μέσα από συνωμοσίες και δολοπλοκίες των Ιουδαίων, με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή μιας δίκης, η οποία απομακρύνθηκε από το νομικό πλαίσιο μιας νομότυπης δικανικής διαδικασίας, όπως προέβλεπαν οι νόμοι και οι κανόνες του εβραϊκού δικαίου», καταλήγει η ποινικολόγος.
Πηγή: newsit.gr