«Την ημέρα που γέννησα το γιο μου έχασα τη μάνα μου»
«Ήμουν λεχώνα στο δωμάτιο μου, δεν μου το είπαν... Την επόμενη μέρα το πρωί, πήρα τηλέφωνο στο σπίτι για να πω στη μητέρα μου να...»
«Έχασα» πολύ νέα τη μαμά μου, οπότε δεν είχα βοήθεια από το σπίτι. Σε μια πολύ όμορφη στιγμή της ζωής μου «έχασα» τη μητέρα μου» εξομολογείται σε συνέντευξη της στο περιοδικό Λοιπόν και στην Ρενέ Σαραντινού η Μαρία Εκμεκτσίογλου.
Ποια στιγμή ήταν αυτή;
«Την ημέρα που γέννησα τον Απόλλωνα, το δεύτερο γιο μου, «έχασα» τη μητέρα μου, από πνευμονικό οίδημα. Γέννησα το πρωί, ήρθε η μαμά μου το μεσημέρι, είδε το μωρό και μπροστά στην κλινική που γέννησα, στη Θεσσαλονίκη, πέρασε καρδιακό επεισόδιο. Έτσι ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει ιστορικό. Αν και πιστεύω ότι το …ιστορικό ήταν ο χαμός του αδελφού μου, που δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει ποτέ. Κάποια χρόνια νωρίτερα είχα «χάσει» τον αδελφό μου, από αυτοκινητιστικό, ερχόμενος στην Αθήνα, συνέβη στα Καμένα Βούρλα. Έτσι σταμάτησα να περνάω από τα Καμένα Βούρλα.
Μετά από πόσα χρόνια πέρασες ξανά από τα Καμένα Βούρλα;
Μετά από 35 χρόνια πέρασα από τα Καμένα Βούρλα πριν από ένα μήνα. Στο αυτοκίνητο ήταν μαζί του η γυναίκα και ο γιος του, μωράκι τότε, σώθηκαν. Ο αδελφός μου «έφυγε» στα 30 του, νέος, μεγαλύτερος μου αρκετά χρόνια. Μου άφησε κληρονομιά το γιο του, που έχει τα μάτια του, το στυλ του, την ομορφιά του, κι έκανε κι εκείνος με τη σειρά του ένα γιο, τον Δημήτρη, που λατρεύω. Με έχει κάνει…γιαγιά. Η ζωή μας χαρίζει πολύ ωραίες στιγμές, αλλά μας χαρίζει και τα δύσκολα, κι εγώ τα έζησα ταυτόχρονα.
Πώς κατάφερες να διαχειριστείς τη γέννηση του παιδιού σου και την απώλεια της μητέρας σου ταυτόχρονα;
Ήμουν λεχώνα στο δωμάτιο μου, δεν μου το είπαν… Την επόμενη μέρα το πρωί, πήρα τηλέφωνο στο σπίτι για να πω στη μητέρα μου να μου φέρει κάποια πράγματα που χρειαζόμουν, νυχτικά, κάποιο γλυκάκι, γιατί ήταν πολύ ξαφνικός ο τοκετός και δεν είχα πάρει πολλά πράγματα μαζί μου. Τηλεφώνησα και άκουσα στο σπίτι ήχους, φωνές ανησυχία, ενώ ήξερα ότι η μαμά μου αυτές τις ώρες δεν δεχόταν επισκέψεις, ήταν άνθρωπος του χουζουριού, του κεφιού και της μαγειρικής. Έπινε τον καφέ της, ετοίμαζε το πρωινό στον πατέρα μου, μαγείρευε πρώτα 3 φαγητά, λαδερό, μεζέ και δεν έβγαινε έξω.
Μίλησα με μια γειτόνισσα και μου είπε: «Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή η μαμά σου». Ρώτησα τι δουλειά έχει ο κόσμος στο σπίτι και της είπα ότι ήθελα να μιλήσω στον μπαμπά μου κι εκείνη μου απάντησε: «Ούτε ο μπαμπάς σου μπορεί να μιλήσει αυτή τη στιγμή.» «Τι έγινε» της απάντησα και η κυρία που μιλούσα άρχισε να κλαίει. Αμέσως κατάλαβα ότι κάτι έγινε, κάτι έπαθε η μαμά μου. Τότε μου το «ξεφούρνισε» εκείνη ωμά, κι έπαθα σοκ. Μεγάλο τραύμα.
Πήγες στην κηδεία της μητέρας σου;
Πήγα σκαστή, δεν με άφηναν να βγω από το δωμάτιο μου και κάποια στιγμή που έφυγαν όλοι, ο άντρας και ο πατέρας μου, το έσκασα από την κλινική, δυο μέρες μετά τη γέννα μου. Όταν με είδαν, δεν με άφησαν να πλησιάσω, ούτε στην εκκλησία μπήκα, ήμουν έξω στο αυτοκίνητο. Ήταν πολύ δύσκολο και ακόμη πιο δύσκολο είναι τέτοιες μέρες εορταστικές, γιατί η μαμά μάζευε μάζευε τότε όλη την οικογένεια, κάτι που ανέλαβα εγώ μετά, τραπέζια με δεκάδες συγγενείς και φίλους. Ντολμαδάκια, μπουρεκάκια, βασιλόπιτες, γαλοπούλες γεμιστές… Από την επόμενη χρονιά ανέλαβα εγώ. Μεγάλωσα ξαφνικά, μέσα σε μια μέρα.
«Έχασα» τον αδελφό μου όταν ήμουν μικρή, είχαμε 15 χρόνια διαφορά. Η μαμά μου έμεινε έγκυος σε εμένα πολλά χρόνια μετά. Ήμουν δεμένη με τη μαμά μου, αλλά δεν την χάρηκα πάρα πολύ, γιατί παντρεύτηκα μικρή και είχα τη δική μου οικογένεια. Ζηλεύω όταν ακούω κάποιες κυρίες μεγάλης ηλικίας, 70 χρονών να λένε: «Έχω στο σπίτι τη μάνα μου…» Τότε με πιάνει ένα παράπονο… είμαι ικανή να πάω να κλειστώ κάπου να κλάψω. Πολλές φορές κάποιες μαμάδες φίλων μου τις φωνάζω «Μαμά».